d y u A ^ 'A is P Ιλΐ^οsophij o·^ 4•πιστημονικές...Η επιστημονική...
Transcript of d y u A ^ 'A is P Ιλΐ^οsophij o·^ 4•πιστημονικές...Η επιστημονική...
d y u A ^ 'A is P Ιλΐ ^ ο s o p h i j o·^ S c i - e x ^ c
4Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Σ Ε ΙΣ Κ Α Ι Ο Ρ Θ Ο Α Ο Γ ΙΚ Ο Τ Η Τ Α
Η επιστημονική μέθοδος υποτίθεται ότι είναι ορθολογική και ότι μας δίνει αντικειμενική γνώση για τον κόσμο. Όταν λέμε ότι η επιστημονική γνώση είναι αντικειμενική, εννοούμε πως δεν είναι προϊόν ατομικής ιδιοτροπίας και ότι αξίζει να την πιστεύουν όλοι, ανεξάρτητα από τις άλλες πίστεις και αξίες τους. Έτσι, λ.χ., αν είναι αντικειμενικό γεγονός ότι το κάπνισμα προκαλεί καρκίνο ή ότι τα μέταλλα όταν θερμαίνονται διαστέλλονται, τότε θα πρέπει αυτά να τα πιστεύουν οι άθεοι και οι θρησκευόμενοι, οι συντηρητικοί και οι φιλελεύθεροι, οι καπνιστές και οι μη καπνιστές, αν θέλουν να είναι ορθολογικοί. Η αναζήτηση της επιστημονικής μεθόδου μάς οδήγησε από τον απλοϊκό επαγωγισμό του Μπέικον, που αποτελεί μια θεωρητική ανάλυση σχετικά με το πώς μπορεί κανείς να αναπτύξει μια επιστημονική θεωρία, στη διαψευσιοκρα- τία κατά Πόπερ, που αφορά αποκλειστικά την εμπειρική δοκιμασία των επιστημονικών θεωριών, αφότου αυτές έχουν συσταθεί.
Όπως είδαμε στο τέλος του προηγούμενου κεφαλαίου, μια πιο εκλεπτυσμένη μορφή επαγωγισμού συνδυάζει τη διάκριση ανάμεσα στο πλαίσιο της ανακάλυψης και στο πλαίσιο της δικαιολόγησης αφενός, αφετέρου την άποψη
174 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ
ότι, στην επιστήμη, τα τεκμήρια δεν μας δίνουν θετικούς λόγους για να πιστεύουμε τις επιστημονικές θεωρίες και τις γενικεύσεις που μπορούμε να συναγάγουμε από τις θεωρίες σχετικά με τη μελλοντική συμπεριφορά των πραγμάτων. Ο εκλεπτυσμένος επαγωγισμός, όπως άλλωστε και η διαψευσιοκρατία, απομακρύνεται από τον απλοϊκό επαγωγισμό, καθώς δίνει σημαντικό ρόλο σε μη ορθολογικούς παράγοντες κατά την ανάπτυξη της επιστήμης. Όπως είδαμε, τους επιστήμονες, όταν αναπτύσσουν νέες θεωρίες, μπορεί τελικά να τους εμπνέουν τα όνειρα, οι θρησκευτικές και οι μεταφυσικές πεποιθήσεις τους, ακόμη και η τυφλή προσήλωση σε προκαταλήψεις. Για τον λόγο αυτόν, το πλαίσιο της ανακάλυψης δεν εμπίπτει στο πεδίο της ορθολογικότητας. Το πλαίσιο όμως της δικαιο- λόγησης το διέπουν οι περιορισμοί της ορθολογικότητας και αυτό, υποτίθεται, εγγυάται την αντικειμενικότητα της επιστημονικής γνώσης.
Οι κυριότεροι αντίπαλοι του Πόπερ στη φιλοσοφία της επιστήμης, έως τα μέσα του 20ού αιώνα, υποστήριζαν εκλεπτυσμένες εκδοχές του επαγωγισμού (που συχνά συνυφαίνονταν με μαθηματικές θεωρίες στατιστικής και πιθανοτήτων). Η παραδεδεγμένη μάλιστα άποψη στην (αγγλόφωνη) φιλοσοφία της επιστήμης μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, γνωστή με το όνομα λογικός εμπειρισμός (συγγενής και διάδοχος του λογικού θετικισμού), είχε εγκολπωθεί και μια δέσμευση υπέρ μιας εκδοχής εκλεπτυσμένου εμπειρισμού. Ένας από τους εξέχοντες λογικούς εμπειριστές ήταν ο Κάρναπ και (ακολουθώντας εν προκειμένω τον Λάκατος 1968: 181) μπορούμε να εκφρά- σουμε συνοπτικά τη διαφορά ανάμεσα στον Χιουμ, τον Πόπερ και τον Κάρναπ ως εξής: κατά τον Χιουμ, η επιστήμη ήταν επαγωγική και ανορθόλογη· κατά τον Πόπερ
4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 175
ήταν μη επαγωγική και ορθολογική· κατά τον Κάρναπ, η επιστήμη ήταν επαγωγική και ορθολογική.
Ωστόσο, κατά τη δεκαετία του 1960 σοβούσε κρίση στη φιλοσοφία της επιστήμης όσον αφορά τον ρεαλισμό και την ορθολογικότητα, κρίση που ακόμη αναμένει λύση. Πολλοί τώρα αμφισβητούν την ορθολογικότητα και την αντικειμενικότητα της επιστημονικής γνώσης, εν πολλοίς λόγω ιδεών που πρωτοαναδείχθηκαν με το έργο του ιστορικού και φιλόσοφου της επιστήμης Τόμας Κουν (Thomas Kuhn, 1922-1996), που μπορεί δικαιολογημένα να θεωρηθεί ότι πρωτοστάτησε στη δημιουργία της κρίσης. Σε αντίθεση με τους τρεις προαναφερθέντες στοχαστές, ο Κουν μοιάζει να υποστηρίζει ότι η επιστήμη δεν είναι ούτε επαγωγική ούτε ορθολογική. Το παρόν κεφάλαιο αφορά κυρίως την ανάλυση που εισηγήθηκε ο Κουν σχετικά με την αλλαγή στην επιστήμη και τα συναφή προβλήματα. Πρώτα όμως ας διατυπώσουμε κάπως διεξοδικότερα την παραδεδεγμένη άποψη την οποία υπονόμευσε ο Κουν.
4.1 Η στερεότυπη άποψη περί επιστήμης
Ο Πόπερ από τη μία πλευρά και λογικοεμπειριστές όπως ο Κάρναπ και ο Ράιχενμπαχ από την άλλη, διαφωνούσαν για το ποια είναι η ορθή απόκριση στο πρόβλημα της επαγωγής. Κατά τον Πόπερ, το πρόβλημα δείχνει ότι η επιβεβαίωση είναι αδύνατη, ενώ ο Κάρναπ και ο Ράιχενμπαχ θεωρούσαν πως το πρόβλημα μπορούσε να λυθεί αν ήταν δυνατόν να εξομαλυνθούν οι λογικο-μαθηματικές, τυπικές λεπτομέρειες μιας επακριβούς λογικής της επιβεβαίωσης. Ο Πόπερ διαφωνούσε επίσης με τους λογικούς θετι- κιστές (στους οποίους συγκαταλέγονταν για ένα διάστημα ο Κάρναπ και ο Ράιχενμπαχ) σχετικά με το κριτήριο
176 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ
οροθέτησης της επιστήμης και της διάκρισής της από τη μη επιστήμη. Οι θετικιστές επιδίωκαν να οριοθετήσουν ό,τι έχει νόημα και να το διακρίνουν από ό,τι στερείται νοήματος' προς τούτο υποστήριζαν ότι το (γνωστικό) νόημα μιας πρότασης το καθορίζει ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να επιβεβαιωθεί η εκάστοτε πρόταση. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, το νόημα μιας πρότασης όπως, λ.χ., «η θερμοκρασία του αερίου είναι 100° Κελσίου» το προσδιορίζει πλήρως η εξειδίκευση των πειραματικών συνθηκών που θα πρέπει να πραγματώνονται προκειμένου να μπορεί κανείς να βεβαιώνει δικαιολογημένα ότι η πρόταση είναι αληθής (π.χ., το ότι αν ένα θερμόμετρο ερχόταν σε επαφή με το αέριο θα έδινε την αντίστοιχη ένδειξη). Θα επανέλθουμε στον λογικό θετικισμό στο επόμενο κεφάλαιο. Το ποπεριανό κριτήριο οριοθέτησης δεν αφορά το νόημα επειδή η πρόταση «υπάρχει μαύρος κύκνος» έχει σαφώς νόημα παρότι δεν είναι διαψεύσιμη. Ωστόσο, παρά τις σημαντικές διαφωνίες, ο Πόπερ, οι λογικοί θετι- κιστές και οι λογικοί εμπειριστές συμμερίζονταν πολλές απόψεις για τη φύση της επιστήμης. Σ ’ αυτές συγκαταλέγονται οι ακόλουθες:
(ΐ) Η επιστήμη είναι σωρεντική. Δηλαδή, οι επιστήμονες βασίζονται στα επιτεύγματα των προκατόχων τους και η πρόοδος στην επιστήμη συνίσταται σε σταθερή αύξηση της γνώσης για τον κόσμο. Αυτό το χαρακτηριστικό της επιστήμης έρχεται σε σαφή αντίθεση προς άλλες δραστηριότητες όπως η τέχνη, η λογοτεχνία και η φιλοσοφία, όπου υπάρχει πρόοδος, όμως με πολύ πιο χαλαρή και αμφιλεγόμενη έννοια.
4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚΟ ΤΗ ΤΑ 177
(2) Η επιστήμη είναι ενιαία κατά το ότι υπάρχει ένα σύνολο από θεμελιώδεις μεθόδους για όλες τις επιστήμες και κατά το ότι τουλάχιστον οι φυσικές επιστήμες είναι όλες αναγώγιμες τελικά στη φυσική. Ο αναγωγισμός είναι σήμερα πολύ αμφιλεγόμενη άποψη, η ιδέα όμως είναι ότι, αφού τα πάντα στον κόσμο αποτελούνται από τα ίδια βασικά συστατικά σε διάφορους πολύπλοκους συνδυασμούς, οι νόμοι της βιολογίας θα πρέπει να προκύπτουν από τους νόμους της χημείας και οι νόμοι της χημείας από τους νόμους της φυσικής.
(3) Τπάρχει μια γνωσιολογικώς κρίσιμη διάκριση ανάμεσα στο πλαίσιο της ανακάλυψης και στο πλαίσιο της δικαιολόγησης. Τα τεκμήρια τα σχετικά με την επιστημονική γνώση θα έπρεπε να αξιολογούνται χωρίς αναφορά στην αιτιακή καταγωγή των εκάστοτε θεωριών ή των παρατηρήσεων. Με άλλα λόγια, το ποιος έκανε την α ή τη β παρατήρηση και το πότε προτάθηκε μια θεωρία και από ποιον και για ποιον λόγο, είναι άσχετα όσον αφορά το ερώτημα κατά πόσον οι παρατηρήσεις παρέχουν τεκμήρια υπέρ της θεωρίας.
(4) Σε όλες τις επιστημονικές αξιολογήσεις σχετικά με τα τεκμήρια υπέρ μιας υπόθεσης ενυπάρχει ως υπόβαθρο μια λογική της επιβεβαίωσης ή της διάψευσης. Τέτοιου είδους αξιολογήσεις είναι απαλλαγμένες από αξιολογικές κρίσεις, με την έννοια ότι δεν εξαρτώνται από τις προσωπικές, μη επιστημονικές, απόψεις και δεσμεύσεις των επιστημόνων.
178 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ
(5) Υπάρχει, σαφής διάκριση (οριοθέτηση) ανάμεσα στις επιστημονικές θεωρίες και σε άλλα είδη συστηματικών πεποιθήσεων.
(6) Τπάρχει σαφής διάκριση ανάμεσα στους παρατηρη- σιακούς και στους θεωρητικούς όρους, καθώς και ανάμεσα στις θεωρητικές δηλώσεις και στις δηλώσεις που περιγράφουν τα αποτελέσματα των πειραμάτων. Η παρατήρηση και το πείραμα αποτελούν ένα ουδέτερο θεμέλιο της επιστημονικής γνώσης ή τουλάχιστον της εμπειρικής δοκιμασίας των επιστημονικών θεωριών.
(7) Οι επιστημονικοί όροι έχουν καθορισμένο και ακριβές νόημα.
Οι ως άνω θέσεις ενυπάρχουν και σε ευρύτερα αποδεκτές απόψεις για τη φύση της επιστήμης. Ωστόσο, κάθε μια από αυτές συγκρούεται με την κατά Κουν φιλοσοφία της επιστήμης. Στα επόμενα τμήματα του παρόντος κεφαλαίου θα δούμε τις απόψεις του Κουν και θα εξετάσουμε αν κάτι, και τ ι ακριβώς, μπορεί να επιβιώσει από την εικόνα της επιστήμης που αποτυπώνεται στις θέσεις (ΐ) έως (7), μετά από την κριτική που άσκησε ο Κουν. Στην πορεία, θα επανέλθουμε σε μερικά ζητήματα που αναδεί- χθηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια, και αυτό θα προλειά- νει περαιτέρω το έδαφος για τη συζήτηση που θα ακολουθήσει σχετικά με τον επιστημονικό ρεαλισμό.
4.2 Η κατά Κουν επαναστατική ιστορία της επιστήμης
Ο Κουν ήταν φυσικός και ενδιαφερόταν για την ιστορία της επιστήμης και ειδικότερα για την κοπερνίκεια επανά-
4. Ε Π Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 179
στάση. Σύμφωνα με τη συνήθη άποψη, όπως ο Κουν την έβρισκε διατυπωμένη σε εγχειρίδια και σε ιστορικά και φιλοσοφικά έργα, η κοπερνίκεια επανάσταση, και ειδικά η διαφωνία ανάμεσα στον Γαλιλαίο και την Καθολική Εκκλησία, ήταν μια μάχη ανάμεσα στον Λόγο και το πείραμα αφενός, τη δεισιδαιμονία και το θρησκευτικό δόγμα αφετέρου. Πολλοί ιστορικοί και επιστήμονες άφηναν να εννοηθεί πως ο Γαλιλαίος και άλλοι είχαν βρει πειραματικά δεδομένα που απλώς έρχονταν σε αντίθεση με την αριστοτελική κοσμοαντίληψη. Ο Κουν συνειδητοποίησε ότι η κατάσταση ήταν σημαντικά πιο πολύπλοκη και υποστήριζε ότι η ιστορία αυτής της επανάστασης, όπως και άλλων επιστημονικών επαναστάσεων, ήταν ασύμβατη με τη συνήθη επαγωγιστική και διαψευσιοκρατική θεώρηση της επιστημονικής μεθόδου. Στο βιβλίο του The Structure of Scientific Revolutions (1962 ’ μτφρ. στην ελληνική: Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων, 52008) ο Κουν εισηγή- θηκε έναν ριζικά διαφορετικό τρόπο σκέψης σχετικά με την επιστημονική μεθοδολογία και γνώση και άλλαξε την πρακτική της ιστορίας της επιστήμης. Η φιλοσοφία του για την επιστήμη επηρέασε τους ακαδημαϊκούς κύκλους, από τη θεωρία της λογοτεχνίας έως την επιστήμη διοίκησης των επιχειρήσεων, και απ’ ό,τι φαίνεται ο Κουν, με την επιρροή που άσκησε, επέβαλε την ευρεία χρήση του όρου «Παράδειγμα» [“paradigm”].
Κατά τον Κουν, οι αναλύσεις που εισηγούνται πολλοί επιστήμονες σχετικά με την ιστορία του αντικειμένου τους απλουστεύουν και διαστρεβλώνουν την πραγματική ιστορία της ανάπτυξης και της αλλαγής των θεωριών. Συχνά αυτό συμβαίνει επειδή οι συνοπτικές παρουσιάσεις της εξέλιξης ενός επιστημονικού κλάδου αποσκοπούν μάλλον στη δικαιολόγηση των σύγχρονων θεωριών παρά
180 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ
στην πιστή αναπαράσταση της πολύπλοκης ιστορικής διαδρομής. 0 Κουν, τη σχέση ανάμεσα στις εγχειριδια- κές ιστορίες των επιστημών και στο τ ι πράγματι συνέβη τη συγκρίνει με τη σχέση ανάμεσα σε έναν τουριστικό οδηγό και στο τ ι είναι στην πραγματικότητα μια χώρα και ο πολιτισμός της. Προφανώς, οι τουριστικοί οδηγοί εστιάζονται στις όψεις των τόπων που θέλει να προβάλλει η τουριστική βιομηχανία, λ.χ. τα μουσεία και την κουλτούρα των μοδάτων καφέ, και περιορίζουν στο ελάχιστο ή παραλείπουν εντελώς την αναφορά στις όψεις εκείνες που κρίνεται προτιμότερο να αποσιωπούνται, οπως τα ρημαγμένα κτίρια και τα άσυλα για τους αστέγους. Το χρονικό της κοπερνίκειας επανάστασης, όπως και εκείνο άλλων επιστημονικών επαναστάσεων, συχνά παρουσιάζεται ως θρίαμβος του Λόγου και του πειράματος επί της δεισιδαιμονίας και του μύθου. Ωστόσο, ο Κουν υποστηρίζει ότι: «Αν αυτές οι παρωχημένες πίστεις πρόκειται να ονομάζονται μύθοι, τότε οι μύθοι είναι δυνατόν να παρά- γονται με τα ίδια είδη μεθόδων και να γίνονται δεκτοί για τα ίδια είδη λόγων που τώρα οδηγούν στην επιστημονική γνώση» (Κουν 1962: 2). Ο Κουν συνεχίζει επισημαίνοντας ότι όσες πίστεις έχουν εγκαταλειφθεί δεν παύουν εξ αυτού να είναι επιστημονικές· ως εκ τούτου, υποστηρίζει, η ιστορία της επιστήμης δεν συνίσταται στη σταθερή συσσώρευση γνώσης, αλλά συνυφαίνεται συχνά με την ολοκληρωτική εγκατάλειψη των παλαιών θεωριών.
Μπορούμε ήδη να διακρίνουμε γιατί ο Κουν διαφωνεί με τις προαναφερθείσες θέσεις (ΐ) και (5), όμως ο Κουν προβάλλει ακόμη πιο τολμηρούς ισχυρισμούς όσον αφορά την επιστημονική γνώση. Όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, το πρόβλημα Ντυέμ-Κουάιν δείχνει πως η δοκιμασία των θεωριών δεν είναι τόσο άμεση όσο συχνά
4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚΟ ΤΗ ΤΑ 181
υπονοείται, επειδή, όταν το πείραμα συγκρούεται με μια επιστημονική θεωρία, αφ’ εαυτής η Λογική δεν λέει ποια συνιστώσα του θεωρητικού συστήματος πάσχει. Η παρατήρηση και το πείραμα οπωσδήποτε περιορίζουν τις επιστημονικές πίστεις, ωστόσο δεν τις καθορίζουν πλήρως. Ως εκ τούτου, υποστηρίζει ο Κουν: «Ένα κατά τα φαινόμενα αυθαίρετο στοιχείο, σε συνδυασμό με προσωπικές και ιστορικές συμπτώσεις, είναι πάντοτε γενεσιουργό συστατικό των πίστεων που ενστερνίζεται δεδομένη επιστημονική κοινότητα σε δεδομένη ιστορική περίοδο» (Κουν 1962: 4).
Κατά τον Κουν, η αξιολόγηση των θεωριών εξαρτά- ται από τοπικές ιστορικές περιστάσεις και η προτεινόμε- νη από αυτόν ανάλυση της σχέσης ανάμεσα στη θεωρία και στην παρατήρηση αφήνει να εννοηθεί ότι οι θεωρίες «μολύνουν» τα δεδομένα σε τέτοιο βαθμό ώστε κανένας τρόπος συλλογής παρατηρήσεων δεν μπορεί να είναι ποτέ θεωρητικώς ουδέτερος και αντικειμενικός. Κατά συνέπεια, ο βαθμός επιβεβαίωσης που ένα πείραμα παρέχει σε μια υπόθεση δεν είναι αντικειμενικός ούτε υπάρχει μία και μόνο λογική σχετική με τη δοκιμασία θεωριών τέτοια που να μπορεί να χρησιμοποιείται για να προσδιορίζεται ποια θεωρία δικαιολογείται σε μεγαλύτερο βαθμό από τα τεκμήρια. Αντιθέτως, πιστεύει ο Κουν, οι αξίες των επιστημόνων συμβάλλουν στο να καθορίζεται, όχι μόνο το πώς οι καθέκαστον επιστήμονες αναπτύσσουν νέες θεωρίες, αλλά και το ποιες θεωρίες εκλαμβάνει ως δικαιολογημένες η επιστημονική κοινότητα συνολικά. Αυτές οι απόψεις του Κουν αποτελούν άρνηση των θέσεων (2), (3), (5) και(6)' όπως θα δούμε, ο Κουν αρνείται και τη θέση (7). Στα επόμενα τμήματα του παρόντος κεφαλαίου θα εξηγήσω
182 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ
ουσιώδεις λεπτομέρειες της φιλοσοφίας της επιστήμης όπως την εννοεί ο Κουν.
4.3 Παραδείγματα και κανονική επιστήμη
Η πιο θεμελιώδης έννοια στη φιλοσοφία του Κουν είναι ίσως η έννοια «επιστημονικό Παράδειγμα». Ο Κουν δεν παραθέτει ακριβή ορισμό του εν λόγω όρου, και μάλιστα ενίοτε μοιάζει ο όρος να έχει πολύ ευρύ νόημα, μπορούμε ωστόσο να εντοπίσουμε δύο στενά αλληλένδετες χρήσεις - το Παράδειγμα ως επιστημονικό υπόβαθρο και ως υπόδειγμα. Ο Κουν υποστηρίζει ότι προτού μπορέσει να εκκινήσει η επιστημονική έρευνα σε ένα γνωστικό πεδίο, η αντίστοιχη επιστημονική κοινότητα πρέπει να συμφωνήσει σχετικά με τις απαντήσεις σε θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά, π.χ. με το ποια είδη πραγμάτων υπάρχουν στο σύμπαν πώς αυτά αλληλεπιδρούν και πώς επιδρούν στις αισθήσεις μας- ποια είδη ερωτημάτων μπορεί νο- μίμως να τίθενται σχετικά με τα εκάστοτε πράγματα- ποιες τεχνικές είναι οι ενδεδειγμένες για να δίδονται απαντήσεις στα εκάστοτε ερωτήματα* τ ι λογίζεται ως τεκμήριο υπέρ μιας θεωρίας· ποια είναι τα καίρια ερωτήματα στην εκάστοτε επιστήμη· τ ι λογίζεται ως λύση ενός προβλήματος· τ ι λογίζεται ως εξήγηση ενός φαινομένου, κ.ο.κ.
Το επιστημονικό υπόβαθρο είναι ένα σύνολο από απαντήσεις σε τέτοιου είδους ερωτήματα, το οποίο οι επιστήμονες μαθαίνουν κατά την εκπαίδευση που τους προετοιμάζει για την έρευνα και που παρέχει το πλαίσιο εντός του οποίου ασκείται η επιστήμη. Σημαντικό είναι το ότι διαφορετικές πτυχές του επιστημονικού υποβάθρου μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο ρητές και ορι
4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 183
σμένα μέρη του αποτελούνται από τις αξίες που μοιράζονται οι επιστήμονες, με την έννοια ότι οι επιστήμονες προτιμούν ορισμένα είδη εξηγήσεων έναντι άλλων, κ.ο.κ. Σημαντικό είναι επίσης το ότι μερικές πτυχές του υποβάθρου συνίστανται σε πρακτικές δεξιότητες και μεθόδους που δεν εκφράζονται κατ’ ανάγκην λεκτικά. Κατά τούτο, τα Παραδείγματα εν μέρει διαφέρουν από τις θεωρίες επειδή το επιστημονικό υπόβαθρο περιλαμβάνει δεξιότητες που επιτρέπουν στους επιστήμονες να χειρίζονται τεχνικές συσκευές, όπως να εστιάζουν τηλεσκόπια, καθώς και πειραματικές δεξιότητες, όπως να κρυσταλλώνουν ένα άλας προϊόν χημικής αντίδρασης - δεξιότητες που υποχρεωτικά εκμανθάνονται μέσα από την πρακτική πείρα (ενίοτε, τέτοιου είδους δεξιότητες ονομάζονται άδηλη γνώση).
Από την άλλη, τα υποδείγματα είναι εκείνα τα επιτυχημένα τμήματα της επιστήμης που μαθαίνουν όλοι οι νεόφυτοι επιστήμονες και που τους παρέχουν ένα μοντέλο για τη μελλοντική ανάπτυξη του γνωστικού αντικειμένου τους. Όποιος είναι εξοικειωμένος με έναν σύγχρονο επιστημονικό κλάδο θα αναγνωρίζει ότι η διδασκαλία μέσω του παραδείγματος κατέχει σημαντικό ρόλο στην εκπαίδευση των επιστημόνων. Τα εγχειρίδια είναι γεμάτα από τυποποιημένα προβλήματα και τις λύσεις τους, και οι φοιτητές καλούνται να ασχοληθούν με ασκήσεις που απαιτούν από αυτούς να προσαρμόζουν τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται στα παραδείγματα σε νέες καταστάσεις. Η ιδέα εν προκειμένω είναι ότι, επαναλαμβάνοντας την εν λόγω διαδικασία, οι φοιτητές, αν έχουν την ικανότητα, θα μάθουν αργά ή γρήγορα πώς να εφαρμόζουν τις εκάστοτε τεχνικές σε νέα είδη προβλημάτων που κανείς έως τότε δεν έχει κατορθώσει να επιλύσει.
184 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ
Ως παράδειγμα, ας πάρουμε το Παράδειγμα της κλασικής ή νευτώνειας φυσικής. Αυτό αποτελείται, κατ’ ελά- χιστον, από τα ακόλουθα στοιχεία:
• αξιακό υπόβαθρο όπου περιλαμβάνονται, λ.χ., προτιμήσεις για αποδοτικές αιτιακές εξηγήσεις (βλ. Κεφάλαιο ΐ) και για θεωρίες που οδηγούν σε ακριβείς ποσοτικές και εμπειρικώς ελέγξιμες προγνώσεις έναντι όσων οδηγούν μόνο σε γενικές και ποιοτικές προγνώσεις·
• η μεταφυσική κοσμοεικόνα σύμφωνα με την οποία το σύμπαν συντίθεται από υλικά σωματίδια που αλληλε- πιδρούν συγκρουόμενα το ένα με το άλλο ή υπό την επίδραση ελκτικών και απωστικών δυνάμεων που κείνται στην ευθεία που ενώνει τα σωματίδια μεταξύ τους* εδώ ανήκει η καθοδηγητική εικόνα για τον κόσμο ως γιγάν- τιος ωρολογιακός μηχανισμός·
• οι κεντρικές αρχές του Παραδείγματος είναι οι νευτώνειοι νόμοι της κίνησης και ο νόμος της παγκόσμιας βαρυτικής έλξης·
• οι σταθεροτυπικές μαθηματικές τεχνικές, όσες χρησιμοποιούνται για να εφαρμόζονται οι νόμοι σε φυσικά συστήματα όπως το εκκρεμές, οι κρούσεις μεταξύ σωματίων, οι κινήσεις των πλανητών, καθώς και προσεγγίσεις που καλύπτουν την τριβή, την αντίσταση του αέρα, κ.ο.κ.-
• το υπόδειγμα του έργου του Νεύτωνα Principia Mathe- matica (στον πρόλογο του οποίου δηλώνεται ρητά ότι οι νευτώνειες μέθοδοι θα αποδειχθεί ότι είναι δυνατόν να εφαρμόζονται και σε άλλες περιοχές της επιστήμης).
4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚΟ ΤΗ ΤΑ 185
Σημαντικοί στόχοι των επιστημόνων που εργάζονταν εντός του Παραδείγματος ήταν να το επεκτείνουν έτσι ώστε να εξηγεί τα ηλεκτρικά και τα μαγνητικά φαινόμενα, το φως, καθώς και το πώς η δύναμη της βαρύτητας δρα μέσα στον χώρο, με αναφορά σε κάποιου είδους μηχανικές διεργασίες.
Άλλα Παραδείγματα είναι η πτολεμα'ική αστρονομία* η θεωρία του φλογιστού για την καύση (βασιζόταν στην ιδέα ότι η καύση είναι η έκλυση μιας ουσίας που ονομαζόταν «φλογιστόν»)' η χημεία κατά Ντάλτον (δηλαδή η χημική θεωρία κατά την οποία τα στοιχεία διακρίνονται το ένα από το άλλο κατά το ατομικό βάρος τους)· η θεωρία σχετικά με το ηλεκτρικό ρευστό (κατά την οποία ο ηλεκτρισμός είναι υλικό ρευστό)· η θεωρία του θερμογόνου αναφορικά με τη θερμότητα (κατά την οποία η θερμότητα είναι υλικό ρευστό)· η σωματιδιακή οπτική (κατά την οποία το φως είναι συλλογή από πολύ μικρά σωματίδια που κινούνται με μεγάλη ταχύτητα)· η κυματική οπτική (κατά την οποία το φως συνίσταται σε κύματα διαταραχής σε υλικό μέσον)· η σχετικιστική φυσική (κατά την οποία ο χρόνος που διαρρέει μεταξύ δύο συμβάντων είναι σχετικός ως προς την κινητική κατάσταση του παρατηρητή ή, ακριβέστερα, ως προς το εκάστοτε σύστημα αναφοράς)- η κβαντομηχανική (κατά την οποία η ενέργεια που ενυπάρχει στα υλικά σώματα ή σε ηλεκτρομαγνητικά κύματα συνίσταται σε διακριτές μονάδες και δεν είναι συνεχές μέγεθος).
Ως επί το πλείστον, η επιστήμη αποτελεί αυτό που ο Κουν ονομάζει «κανονική επιστήμη», καθώς αυτή ασκείται εντός παγιωμένου Παραδείγματος. Η κανονική επιστήμη συνυφαίνεται με την επεξεργασία και την επέκταση των επιτευγμάτων του εκάστοτε Παραδείγματος, π.χ. με τη συλλογή νέων παρατηρήσεων και την ενσωμάτωσή
186 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ
τους στην παραδεδεγμένη θεωρία, και με την προσπάθεια για επίλυση ήσσονος σημασίας προβλημάτων που αντιμετωπίζει το Παράδειγμα. Ως εκ τούτου, λέγεται συχνά ότι η κανονική επιστήμη είναι μια δραστηριότητα ((επίλυσης γρίφων», όπου οι κανόνες για την επίλυση των γρίφων είναι αυστηροί και καθορίζονται από το Παράδειγμα. Στα παραδείγματα κανονικής επιστήμης συγκαταλέγονται η αναζήτηση της χημικής δομής γνωστών ουσιών, η διατύπωση λεπτομερέστερων προβλέψεων και ο πειραματικός προσδιορισμός της τροχιάς των πλανητών και άλλων ουράνιων σωμάτων, η χαρτογράφηση του DNA ορισμένου βακτηριδίου, κ.ο.κ.
Κατά τον Κουν, η καθημερινή πρακτική της επιστήμης είναι, εν πολλοίς, μια μάλλον συντηρητική δραστηριότητα, στον βαθμό που -κατά τις περιόδους της κανονικής επιστήμης- οι επιστήμονες δεν θέτουν εν αμφιβόλω τις θεμελιώδεις αρχές του κλάδου τους. Ο Κουν επικρίνει την ποπεριανή διαψευσιοκρατία, κατά την οποία οι επιστήμονες απορρίπτουν και οφείλουν να απορρίπτουν όποια θεωρία έχει ανασκευαστεί. Δεν είναι αλήθεια, υποστηρίζει ο Κουν, ότι η γνώση σχετικά με διαψευστικά τεκμήρια είναι ικανή να ωθήσει τους περισσότερους επιστήμονες να εγκαταλείψουν τις προσφιλείς τους θεωρίες. Όπως υποστήριξα στο προηγούμενο κεφάλαιο (τμήμα 3.5, σημείο[5]), οι επιστήμονες συχνά είναι πιστοί στις θεωρίες τους και ενίοτε μετέρχονται κάθε είδους στρατηγική για να τις σώσουν από την ανασκευή, αντί απλώς να τις εγκαταλείπουν. Αν ένα Παράδειγμα είναι επιτυχημένο και μοιάζει ικανό να εξηγεί το μεγαλύτερο μέρος των φαινομένων εντός του πεδίου του και αν οι επιστήμονες εξακολουθούν να σημειώνουν πρόοδο επιλύοντας προβλήματα και επεκ- τείνοντας τις εμπειρικές εφαρμογές του Παραδείγματος,
4. Ε Π Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 187
τότε οι περισσότεροι επιστήμονες απλώς υποθέτουν πως ανωμαλίες που μοιάζουν αθεράπευτες, αργά ή γρήγορα θα επιλυθούν. Δεν εγκαταλείπουν το Παράδειγμα μόνο και μόνο επειδή αυτό συγκρούεται με μερικά από τα τεκμήρια. Αυτό είναι ίσως δικαιολογημένο: στο κάτω κάτω, αν ένα Παράδειγμα είχε στο παρελθόν μεγάλες επιτυχίες και αντιμετώπισε αποτελεσματικά παλαιότερες ανωμαλίες, τότε, με δεδομένη την τεράστια επένδυση χρόνου και πόρων που έχει απαιτηθεί εντός του Παραδείγματος, είναι ασφαλώς εύλογο να εξακολουθήσει να γίνεται δεκτό με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή η ανωμαλία θα επιλυθεί. Όπως λέει ο Κουν: «Επιστήμων που κάθε τόσο σταματάει για να εξετάσει κάθε ανωμαλία που σημειώνει, σπανίως θα παραγάγει σημαντικό έργο» (Κουν 1962: 82).
Ενίοτε, όμως, οι επιστήμονες συνειδητοποιούν ότι μερικές ανωμαλίες παραμένουν, όσες προσπάθειες και να έχουν καταβληθεί προς επίλυσή τους. Αυτού του είδους οι ανωμαλίες μπορεί να εμφανίζονται ως εννοιολογικά παράδοξα ή ως πειραματικές διαψεύσεις. Ακόμη όμως και αυτές δεν οδηγούν κατ’ ανάγκη σε αμφισβήτηση των βασικών παραδοχών του εκάστοτε Παραδείγματος. Όταν όμως συσσωρευτούν αρκετές σοβαρές ανωμαλίες, τότε μερικοί -συχνά νεότεροι σε ηλικία ή ανορθόδοξοι- επιστήμονες αρχίζουν να αμφισβητούν μερικές από τις θεμελιώδεις παραδοχές του Παραδείγματος και ενδεχομένως αρχίζουν να διατυπώνουν εικασίες για εναλλακτικές υποθέσεις. Αυτό συνιστά την αναζήτηση νέου Παραδείγματος, δηλαδή ενός νέου τρόπου εννόησης του κόσμου. Αν κάτι τέτοιο συμβεί όταν η επιτυχημένη έρευνα εντός του Παραδείγματος αρχίζει να κάμπτεται, όλο και περισσότεροι επιστήμονες μπορεί να αρχίζουν να εστιάζουν την προσοχή στις ανωμαλίες και η ιδέα πως το Παράδειγμα
188 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ
είναι σε «κρίση» μπορεί να αρχίσει να επικρατεί στην επιστημονική κοινότητα.
Κατά τον Κουν, οι κρίσεις είναι κάτι σπάνιο. Τα Παραδείγματα επικρατούν μόνο αν είναι αρκετά εύρωστα και ικανά να καλύπτουν τα περισσότερα φαινόμενα στο εκά- στοτε πεδίο εφαρμογής τους. Επιπλέον, οι επιστήμονες δεν μπορούν εύκολα να θέσουν εν αμφιβόλω τις θεμελιώδεις παραδοχές πάνω στις οποίες έχει οικοδομηθεί ένας ολόκληρος επιστημονικός κλάδος. Το πιθανότερο είναι να επέρχονται οι κρίσεις όταν οι εκάστοτε ανωμαλίες μοιάζει να επηρεάζουν άμεσα τις πιο θεμελιώδεις παραδοχές του Παραδείγματος ή όταν οι ανωμαλίες εμποδίζουν μεγάλης πρακτικής σημασίας εφαρμογές του Παραδείγματος ή όταν το Παράδειγμα έχει γίνει στόχος κριτικής επειδή οι ανωμαλίες χρονίζουν. Αν όμως επέλθει κρίση και η επιστημονική κοινότητα αναδεχθεί νέο Παράδειγμα, τότε έχει συμβεί «επανάσταση» ή «αλλαγή Παραδείγματος». Κατά τον Κουν, όταν συντελεστεί επανάσταση, το παλαιό Παράδειγμα αντικαθίσταται καθ’ ολοκληρίαν. Έτσι, επί παραδείγματι, κάθε μια από τις προαναφερθείσες περιπτώσεις αποδοχής ή απόρριψης Παραδείγματος συνιστά επιστημονική επανάσταση.
Όσες και όσοι γνωρίζουν κάτι από την ιστορία των επιστημών, θα έχουν προσέξει ότι μερικές από τις, κατά Κουν, «επαναστάσεις» -όπως, λ.χ., η κοπερνίκεια επανάσταση- μοιάζει ασφαλώς να φέρουν επαξίως το όνομα, καθώς συνυφαίνονται με ριζικές αλλαγές στα θεμέλια της επιστήμης, ενώ άλλες είναι πιο «τοπικές» και απλώς συν- υφαίνονται με την απόρριψη μιας θεωρίας εντός ενός επι- μέρους επιστημονικού υποκλάδου. Εν τούτοις όμως, ο Κουν υποστηρίζει ότι, όσον αφορά τη δομή τους, αυτές οι ήσσονες επαναστάσεις έχουν πολλά κοινά με τις μεγαλύ
4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 189
τερες κατά την έκταση και το βάθος επαναστάσεις. Παράδειγμα επανάστασης ενδιάμεσης κλίμακας όσον αφορά το βάθος είναι η αντικατάσταση της θεωρίας για την καύση που επικαλείται το φλογιστόν από τη θεωρία για την καύση που επικαλείται το οξυγόνο. Το φλογιστόν υποτίθεται ότι ήταν μια ουσία που εκλύουν τα υλικά όταν καίονται. Τα περισσότερα πράγματα, όπως, λ.χ., το ξύλο, όταν καίονται χάνουν βάρος, σύμφωνα με όσα απαιτεί η φλογιστική θεωρία, μερικών όμως μετάλλων το βάρος αυξάνεται όταν καίονται κι αυτό συνιστούσε ανωμαλία για τη φλογιστική θεωρία. Οι περισσότεροι όμως χημικοί τον 18ο αιώνα δεν θεωρούσαν το γεγονός αυτό ως ικανό λόγο για να εγκαταλείψουν τη φλογιστική θεωρία, και αυτήν χρησιμοποιούσαν ευρέως οι πειραματιστές που ανέπτυσσαν ποικίλες μεθόδους για να παράγουν διάφορους τύπους «αέρων» στα εργαστήριά τους. Δυστυχώς, όλοι χρησιμοποιούσαν διαφορετικές εκδοχές της θεωρίας, και αυτή την πολλαπλότητα εκδοχών της θεωρίας (από την οποία έπα- σχε, κατά τον 16ο αιώνα, και η πτολεμαϊκή θεωρία για τις πλανητικές κινήσεις) ο Κουν τη χαρακτηρίζει ως ένα από τα χαρακτηριστικά συμπτώματα κρίσης. Βαθμιαία προσδιορίστηκαν όλο και περισσότερες περιπτώσεις όπου η καύση ουσιών έχει ως αποτέλεσμα αύξηση του βάρους τους· επιπλέον, το γεγονός ότι η νευτώνεια θεωρία γινόταν ευρύτερα αποδεκτή σήμαινε πως οι χημικοί έτειναν όλο και περισσότερο να εννοούν τη μάζα ως ποσότητα ύλης και ως εκ τούτου να θεωρούν πως αύξηση της μάζας κατά την καύση πρέπει να σημαίνει ότι μετά την καύση υπάρχει περισσότερη μάζα απ’ ό,τι πριν από την καύση.
Από την άλλη, βεβαίως, το πρόβλημα του Ντυέμ σημαίνει ότι τίποτε από όλα αυτά δεν αποτελεί αποχρώσα ένδειξη ότι δεν υπάρχει φλογιστόν, κι αυτό επειδή υπάρχουν
190 ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ
πολλές διαφορετικές επιλογές όσον αφορά την εξήγηση των σχετικών αποτελεσμάτων. Μερικοί, π.χ., θεωρούσαν ότι το φλογιστόν μπορεί να έχει αρνητικό βάρος ή ότι, καθώς το φλογιστόν εκλύεται από ένα καιόμενο σώμα, σωματίδια φωτιάς εισέρχονται στο σώμα, πράγμα που θα εξηγούσε την αύξηση του βάρους του. Παρά ταύτα, με τα χρόνια, το φλογιστικό Παράδειγμα εισήλθε σε κρίση και ωρίμασαν οι συνθήκες για να γίνει δεκτό νέο Παράδειγμα. Την ώθηση εν προκειμένω έδωσε ο χημικός Αντουάν Λα- βουαζιέ (Antoine Lavoisier, 1743-1794) που εισηγήθηκε (το 1777) τη θέση ότι δεν υπάρχει φλογιστόν και ότι η καύση συνυφαίνεται με την πρόσληψη οξυγόνου και όχι με την απώλεια φλογιστού. Η εν λόγω επανάσταση επέφερε την αντικατάσταση μιας ειδικής θεωρίας, αλλά και θεμελιώδη αλλαγή στις μεθόδους που θεωρούνταν ως ενδεδειγμέ- νες στα χημικά πειράματα. Έως τότε ήταν σχεδόν καθολικά αποδεκτή η ιδέα πως υπήρχε ένα μόνο είδος «αέρα», με διαφορετικούς όμως βαθμούς καθαρότητας. Μετά από τη χημική επανάσταση του Ααβουαζιέ έγινε αποδεκτό πως το οξυγόνο είναι απλώς ένα από τα αέρια συστατικά του κοινού ατμοσφαιρικού αέρα.
Πρέπει εδώ να τονίσουμε δύο σημεία αναφορικά με την εξήγηση των επιστημονικών επαναστάσεων, στη χημεία και σε άλλους κλάδους:
• Η ως άνω θεώρηση της επιστημονικής αλλαγής είναι εντελώς διαφορετική από την παραδοσιακή ιδέα περί σωρευτικής αύξησης της γνώσης, επειδή οι αλλαγές Παραδειγμάτων -οι επιστημονικές επαναστάσεις- συν- υφαίνονται με ολιστικές και όχι με τμηματικές αλλαγές στις επιστημονικές θεωρίες. Με άλλα λόγια, το Παράδειγμα δεν αλλάζει κομματιαστά, αλλά με μιαν ολική
4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 191
μετάβαση σε έναν νέο τρόπο εννόησης του κόσμου. Αυτό συνήθως σημαίνει έναν νέο τρόπο άσκησης της επιστήμης καθώς και νέες πειραματικές τεχνικές κ.τ.τ.
• Επαναστάσεις επισυμβαίνουν μόνον όταν υπάρχει διαθέσιμο νέο, βιώσιμο Παράδειγμα και όταν τυχαίνει να υπάρχουν καθέκαστον επιστήμονες ικανοί να παρουσιάσουν τη νέα εικόνα στους συναδέλφους τους.
Ενέχει κάποια δόση ειρωνείας ότι στην ιστορία της επιστήμης, έτσι όπως την εννοεί ο Πόπερ, οι επιστημονικές επαναστάσεις έχουν πιο κεντρικό ρόλο απ’ ό,τι τους αποδίδει ο Κουν, επειδή κατά τον Πόπερ η επιστήμη είναι σε κατάσταση διαρκούς επανάστασης όπου τίθενται διαρκώς σε δοκιμασία θεμελιώδεις αρχές, και η κριτική είναι αδιάλειπτη και ανελέητη. Από την άλλη, κατά τον Κουν, οι επαναστάσεις είναι κάτι πολύ σπάνιο και η επιστήμη είναι ως επί το πλείστον κανονική, κατά το ότι δεν τίθενται εν αμφιβόλω οι θεμελιώδεις αρχές και το καθημερινό έργο των επιστημόνων είναι, κατά το μάλλον και ήττον, υπόθεση ρουτίνας. Μπορούμε, λέει ο Πόπερ, να ανασυγκροτήσουμε την ιστορία της επιστήμης ως μια σειρά από ορθολογικές αποφάσεις επιλογής ανάμεσα σε ανταγωνιστικές μεταξύ τους θεωρίες, στη βάση πειραματικών τεκμηρίων. Από την πλευρά του, ο Κουν θεωρεί πως, επειδή οι επαναστάσεις συνυφαίνονται με αλλαγή στο ευρύτερο πλαίσιο εντός του οποίου κανονικά επιλύονται τα επιστημονικά ερωτήματα, τα τεκμήρια, αφ’ εαυτών, δεν είναι ποτέ ικανά να υποχρεώσουν τους επιστήμονες να προτιμήσουν το α Παράδειγμα έναντι του β. Μετά από μια επανάσταση, οι επιστήμονες διαθέτουν έναν νέο τρόπο να βλέπουν τα πράγματα και νέα προβλήματα να επιλύσουν, και τα παλαιά προβλήματα απλώς λησμονώνται ή εκπίπτουν
192 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ
ως ασήμαντα και όχι ως επιλυθέντα. (Ως εκ τούτου, είναι ψευδής, κατά τον Κουν, η ιδέα που ενστερνίζονται τόσο ο Πόπερ όσο και οι θετικιστές, σύμφωνα με την οποία το εμπειρικό περιεχόμενο των μεταγενέστερων θεωριών οικοδομείται πάνω στο αντίστοιχο περιεχόμενο των προ- κατόχων τους.) Ο πυρήνας της διαφωνίας ανάμεσα στον Πόπερ και στον Κουν είναι ότι ο Πόπερ, από την πλευρά του, θεωρεί πως η δέσμευση υπέρ της μιας ή της άλλης θεωρίας είναι κατάρα για το επιστημονικό εγχείρημα, ενώ ο Κουν τονίζει πως οι περισσότεροι επιστήμονες δεσμεύονται, ως επί το πλείστον, υπέρ του Παραδείγματος εντός του οποίου εργάζονται, και μπροστά σε ανασκευαστικά τεκμήρια είναι μάλλον απίθανο να χρεώσουν το πρόβλημα στις θεμελιώδεις παραδοχές που ορίζουν το εκάστοτε Παράδειγμα. Μόνο όταν επέλθει κρίση εξετάζουν οι επιστήμονες το ενδεχόμενο αντικατάστασης του ίδιου του Παραδείγματος, και ενόσω αυτό συντελείται, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει καν επιστημονικό έργο.
Οι αξίες των επιστημόνων, υποστηρίζει ο Κουν, βαρύνουν στην απόφαση όσον αφορά την αποδοχή ή την απόρριψη νέου Παραδείγματος. Ο Αϊνστάιν, π.χ., σε ώριμη ηλικία ήταν πεπεισμένος ότι η επιστήμη οφείλει να παρέχει εξήγηση για το πώς είναι ο κόσμος και όχι απλώς εμπειρικά επαρκείς θεωρίες. Με άλλα λόγια, ο Αϊνστάιν ήταν επιστημονικός ρεαλιστής. Από την άλλη, μερικοί από τους θεμελιωτές της κβαντομηχανικής θεωρούσαν πως στόχος των φυσικών θεωριών είναι να παρέχουν τα μέσα για πρόγνωση φαινομένων' με άλλα λόγια, οι στοχαστές αυτοί ήταν εργαλειοκράτες. Όπως αποδείχθηκε, η κβαντομηχανική αναπτύχθηκε και δεν άργησε να φανεί πως προγνωστικά είναι πολύ επιτυχής. Ωστόσο, ακόμη σήμερα, μετά από αρκετές δεκαετίες, δεν υπάρχει ευρέως
4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚΟ ΤΗ ΤΑ 193
αποδεκτή ρεαλιστική ερμηνεία της κβαντομηχανικής. Ως εκ τούτου, ο Αϊνστάιν ποτέ δεν δέχθηκε την κβαντομηχανική, αντίθετα από πολλούς άλλους επιστήμονες. Η διαφωνία εν προκειμένω δεν αφορά το κατά πόσον τα εμπειρικά τεκμήρια στηρίζουν τη θεωρία, αλλά το πού ακριβώς έγκειται η αξία των επιστημονικών θεωριών. (Μερικοί επιστήμονες των αρχών του 20ού αιώνα λοιδορούσαν τις θεωρίες του ίδιου του Αϊνστάιν αποκαλώντας τες ((εβραϊκή φυσική».)
Ο Κουν τονίζει επίσης τον ρόλο ψυχολογικών και κοινωνιολογικών παραγόντων που προδιαθέτουν τους επιστήμονες να δεχθούν ή να απορρίψουν ένα Παράδειγμα. Μερικοί είναι εγγενώς πιο συντηρητικοί από άλλους, ενώ μερικοί απολαμβάνουν να είναι «φωνή βοώντος έν τη έρήμω»· μερικοί είναι ριψοκίνδυνοι, ενώ άλλοι απεχθάνονται τον κίνδυνο, κ.ο.κ. Προφανώς, ένας επιστήμονας στη δύση της καριέρας του, όντας ήδη κάτοχος καθηγητικού θώκου, επιτρέπει στον εαυτό του να δοκιμάζει διάφορες θεω- ρησιακές υποθέσεις στα όρια του εκάστοτε γνωστικού πεδίου πιο ελεύθερα απ’ ό,τι ένας νέος ερευνητής με σύμβαση ορισμένου χρόνου. Το κοσμοείδωλο κάθε επιστήμονα επηρεάζεται επίσης από όσους τυχαίνει να είναι δάσκαλοι και μαθητές του. Έτσι, τα Παραδείγματα είναι «πνευματική ιδιοκτησία» κοινωνικών ομάδων των οποίων οι κανόνες και οι συμβάσεις ανευρίσκονται όχι μόνο στα εγχειρίδια και στις θεωρίες τους αλλά και στην ίδια τη φύση των χρηματοδοτικών φορέων, των ερευνητικών και των εκπαιδευτικών θεσμών, των επιτροπών που κρίνουν τα κείμενα που υποβάλλονται προς δημοσίευση σε επιστημονικά περιοδικά, κ.λπ. Κατά τον Κουν, η επιστήμη πρέπει να εξετάζεται μέσα στο κοινωνικό και στο ιστορικό πλαίσιο, και αυτό σημαίνει πως η επιστημονική αλλαγή δεν μπορεί
194 τ ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ
να νοηθεί σωστά αν δεν ληφθούν υπόψη οι κοινωνικές δυνάμεις. Αν αυτή η άποψη είναι ορθή, η δέσμευση, έτσι όπως την εννοεί η στερεότυπη άποψη, υπέρ μιας αμιγώς λογικής εξήγησης αναφορικά με τη σχέση ανάμεσα στις θεωρίες και στα σύστοιχα τεκμήρια και, κατά συνέπεια, η δέσμευση υπέρ ενός αντικειμενικού μέτρου όσον αφορά τη δικαιολόγηση των επιστημονικών θεωριών από τα πα- ρατηρησιακά δεδομένα (βλ. πιο πάνω 4.1 [4]), είναι εντελώς εσφαλμένη. Όπως λέει ο Λάκατος, φαίνεται πως «κατά τον Κουν, η επιστημονική αλλαγή -η μετάβαση από ένα Παράδειγμα σε ένα άλλο- είναι ένας μυστικιστικός προσηλυτισμός ο οποίος δεν διέπεται ούτε είναι δυνατόν να διέπεται από τους κανόνες του Λόγου: είναι μια διεργασία που εμπίπτει εξ ολοκλήρου στη δικαιοδοσία της (κοινωνικής) ψυχολογίας της ανακάλυψης» (Lakatos 1968: 151).
4.4 Η κοπερνίκεια επανάσταση
Στο πρώτο κεφάλαιο προσπάθησα να δώσω μια μερική εξήγηση σχετικά με την κοπερνίκεια επανάσταση. Η κοπερνίκεια επανάσταση μοιάζει να ενέπνευσε πολλές από τις ιδέες του Κουν και θα τις φωτίζαμε, νομίζω, καλύτερα με αναφορά σε αυτήν. Ως γνωστόν, περί τις αρχές του 17ου αιώνα, ο Γαλιλαίος ήταν οπαδός της θεωρίας του Κοπέρ- νικου ενάντια στην Καθολική Εκκλησία. Ωστόσο, η όλη διεργασία με την οποία εγκαταλείφθηκε το πτολεμαϊκό γεωκεντρικό Παράδειγμα και έγινε τελικά δεκτό το ηλιοκεντρικό διήρκεσε περίπου 150 χρόνια. Κάποια στιγμή, περί τα τέλη του 17ου αιώνα, η θεωρία του Νεύτωνα για τη βαρύτητα προσέφερε ενιαία εξήγηση για τις κινήσεις των πλανητών, την επίδραση της Σελήνης στις παλίρροιες και για πολλά άλλα. Παρότι εκ των υστέρων μπο
4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 195
ρούμε να δούμε ότι η κοσμοεικόνα που προέκυψε είναι πιο πλήρης, πιο ενιαία και εμπειρικώς πιο επαρκής από εκείνη την οποία αντικατέστησε, ωστόσο όλα αυτά δεν ανήκαν στα τεκμήρια που διέθεταν όσοι έδωσαν την ώθηση για τη μετάβαση στο ηλιοκεντρικό Παράδειγμα.
Το πτολεμαϊκό Παράδειγμα είχε πολλά υπέρ αυτού. Η κοσμολογία, π.χ., σύμφωνα με την οποία η Γη είναι στο κέντρο του σύμπαντος έμοιαζε φυσική για όσους πίστευαν ότι ο Θεός την είχε δημιουργήσει ειδικά για τους ανθρώπους, και εφόσον δεν αισθανόμαστε τη Γη να κινείται, μοιάζει ορθή η πίστη πως βρισκόμαστε στο ακίνητο κέντρο γύρω από το οποίο στρέφεται κάθε τι άλλο. Επιπλέον, αυτή η εικόνα επέτρεπε στους θεολόγους να τοποθετούν τους ουρανούς κυριολεκτικά πάνω από τη Γη και η αριστοτέλεια θεωρία αναφορικά με τις φυσικές κινήσεις των ουρανίων σωμάτων παρείχε μια κομψή εξήγηση για όσα παρατηρούνται στον νυχτερινό ουρανό. Η βασική θεωρία του Πτολεμαίου παρείχε ένα αρκετά ακριβές μέσο για την πρόγνωση των πλανητικών κινήσεων και εφαρμοζόταν επιτυχώς επί αιώνες.
Το Παράδειγμα όμως ήταν αντιμέτωπο με ορισμένες ανωμαλίες, καθώς οι τροχιές των πλανητών δεν έμοιαζε να είναι τέλειοι κύκλοι' ωστόσο, ήταν δυνατόν να προσαρμοστεί καταλλήλως η θεωρία των πλανητικών κινήσεων με την εισαγωγή επικύκλων, εκκεντρικών τροχιών, κ.ο.κ. (όπως έχω εξηγήσει στο πρώτο κεφάλαιο). Αυτή η κατάσταση ταιριάζει απολύτως με την εικόνα της κανονικής επιστήμης: οι αστρονόμοι συλλέγουν όλο και πιο λεπτομερή δεδομένα και -όπου αυτά δεν εναρμονίζονται με το Παράδειγμα- αντί να απορρίψουν τις βασικές παραδοχές του Παραδείγματος βρίσκουν ευφυείς τρόπους για να επιλύουν προβλήματα και να εξηγούν τα γνωστά φαινόμενα.
196 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ
Το πτολεμαϊκό Παράδειγμα γινόταν όλο και πιο πολύπλοκο, οι ανωμαλίες όμως παρέμεναν και τροφοδοτούσαν ένα εν εξελίξει ερευνητικό πρόγραμμα. Κάποια στιγμή είχαν συσσωρευτεί πολλές τέτοιες ανωμαλίες. Η πολυπλοκό- τητα και το πλήθος των εναλλακτικών εκδοχών της πτο- λεμαϊκής θεωρίας που είχαν προταθεί προς επίλυση των ανωμαλιών και η κοινωνική πίεση για μεταρρύθμιση του ημερολογίου, που ανέδειξαν την επίλυση των ανωμαλιών και τη διατύπωση μιας οριστικής θεωρίας σε ζητήματα μεγάλης προτεραιότητας, όλα αυτά οδήγησαν στην ιδέα πως το Παράδειγμα ήταν σε κρίση. Τελικά, συντελέστηκε όντως η επανάσταση, όμως δύο επιπλέον όροι μοιάζει να ήταν αναγκαίοι προς τούτο. Πρώτα πρώτα, χρειαζόταν εναλλακτική θεωρία, κάτι που πρόσφερε ο Κοπέρνικος. Αυτό όμως από μόνο του δεν θα ήταν αρκετό, αν δεν υπήρχαν άτομα πρόθυμα να επεξεργαστούν το νέο Παράδειγμα, όπως ο Κέπλερ, ο Γαλιλαίος, ο Καρτέσιος και άλλοι.
Θα μπορούσαμε εδώ να αρχίσουμε να υποψιαζόμαστε πως αυτή η επανάσταση δεν είχε ορθολογικό χαρακτήρα, επειδή καθένας από τους στοχαστές αυτούς είχε ως κίνητρο διαφορετικούς λόγους για να δεχθεί την κοπερνίκεια κοσμοεικόνα. Καθένας τους επέλεξε να δεχθεί το κοπερνίκειο Παράδειγμα όταν αυτό δεν είχε ακόμη πλήρως αναπτυχθεί και εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει πολλά άλυτα προβλήματα- κατά συνέπεια, είχαν όλοι τους αναλάβει μεγάλο διανοητικό κίνδυνο. Κανένας τους δεν μπορούσε να είναι βέβαιος ότι το κοπερνίκειο Παράδειγμα θα πρόσφερε μια πιο επαρκή εξήγηση για όσα παρατηρούνται στον νυχτερινό ουρανό. Και μάλιστα, στην αρχή, η θεωρία του Κοπέρνικου δεν ήταν πιο ακριβής από την προκάτο- χο πτολεμαϊκή θεωρία. Τα τεκμήρια υπέρ της μιας ή της άλλης δεν ήταν ποτέ αποφασιστικά, και πολλά ήταν αυτά
4. Ε Π Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡθΟ Λ Ο ΓΙΚ Ο Τ Η Τ Α 197
που η παλαιά θεωρία εξηγούσε καλύτερα από τη νέα. Στο κάτω κάτω, το νέο Παράδειγμα ερχόταν σε πλήρη αντίθεση προς βασικές πεποιθήσεις για τη θέση του ανθρώπου στο κέντρο του σύμπαντος και επιπλέον ήταν αντίθετη προς την καλύτερη φυσική θεωρία της εποχής, εν προκειμένω την αριστοτέλεια φυσική. Επίσης, η θεωρία του Κοπέρνικου συνεπαγόταν ότι ενίοτε η Γη είναι προς την ίδια πλευρά του Ήλιου με τους πλανήτες Αφροδίτη και Αρη και άλλοτε προς την αντίθετη πλευρά. Σύμφωνα με την κοπερνίκεια θεωρία, δεδομένων των αποστάσεων, η Αφροδίτη θα έπρεπε να εμφανίζεται μερικές φορές έως και έξι φορές μεγαλύτερη απ’ ό,τι άλλες. Ωστόσο, οι παρατηρήσεις διά γυμνού οφθαλμού αδυνατούσαν να ανιχνεύσουν οιανδήποτε αλλαγή μεγέθους. Αργότερα, η αλλαγή μεγέθους παρατηρήθηκε με το τηλεσκόπιο, παραμένει όμως το γεγονός πως, όταν ο Κοπέρνικος εισηγή- θηκε τη θεωρία του, αυτή δεν συμφωνούσε με τα παρατη- ρησιακά τεκμήρια.
Αργότερα, ο Μπράχε (ο Δανός αστρονόμος που με τα όργανα που διέθετε συγκέντρωσε τα δεδομένα που μελέτησε ο Κέπλερ προτού διατυπώσει τους νόμους για τις πλανητικές κινήσεις) συνήγαγε από τη θεωρία του Κο- πέρνικου μιαν άλλη πρόβλεψη την οποία στη συνέχεια διέ- ψευσε η παρατήρηση. Ο Μπράχε υποστήριζε ότι, αν η Γη κινείται, τότε η κατεύθυνση προς την οποία παρατηρείται ένας απομακρυσμένος αστέρας θα πρέπει να αλλάζει καθώς η Γη περνά από τη μία πλευρά του Ήλιου στην άλλη. Ο Μπράχε προσπάθησε να ανιχνεύσει αυτό το φαινόμενο, γνωστό ως αστρική παράλλαξη, και απέτυχε. Καθώς τα όργανά του ήταν τα πιο ακριβή την εποχή εκείνη, ο Μπράχε κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κοπερνίκεια θεωρία ήταν ψευδής.
198 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ
Η θεωρία του Κοπέρνικου βρέθηκε επίσης αντιμέτωπη με τρομερά επιχειρήματα που έμοιαζε να την καταρρίπτουν. Ένα από τα πιο ακαταμάχητα ήταν το ακόλουθο «επιχείρημα του πύργου»: ας εξετάσουμε τι θα πρέπει να συμβαίνει αν ενώ η Γη κινείται αφήσουμε από έναν υψηλό πύργο να πέσει μια πέτρα. Η βάση του πύργου θα έχει διανύσει μιαν απόσταση κατά την πτώση της πέτρας και, άρα, η πέτρα θα έπρεπε να φτάσει στο έδαφος σε κάποια απόσταση από τη βάση του πύργου. Ωστόσο, όταν γίνει ένα τέτοιο πείραμα, παρατηρείται ότι όταν η πέτρα φτάσει στο έδαφος απέχει από τη βάση του πύργου όσο και όταν βρισκόταν στην κορυφή απ’ όπου αφέθηκε να πέσει. Άρα, δεν μπορεί η Γη να κινείται. Παρομοίως, αν η Γη κινείται, γιατί τα αντικείμενα που βρίσκονται στην επιφά- νειά της δεν φεύγουν από τη θέση τους, όπως οι κόκκοι άμμου που έχουν τοποθετηθεί στο χείλος ενός τροχού, όταν ο τροχός τεθεί σε κίνηση; Μια άλλη ιδέα ήταν ότι εντός της κοπερνίκειας θεωρίας δεν υπάρχει εξήγηση του γιατί η Γη δεν αφήνει πίσω τη Σελήνη καθώς κινείται περί τον Ήλιο. (Γ ι’ αυτό ήταν τόσο σημαντική η παρατήρηση των δορυφόρων του Δία από τον Γαλιλαίο [το 1609], επειδή οι «γεωκεντρικοί» αντίπαλοι του Γαλιλαίου πίστευαν ότι ο Δίας κινείται, και ο Γαλιλαίος μπορούσε να αντιτάξει πως αν ο Δίας κινείται χωρίς να χάνει τους δορυφόρους του το ίδιο μπορούσε να κάνει και η Γη.)
Όλα αυτά τα επιχειρήματα ήταν γνωστά στους οπαδούς της ηλιοκεντρικής θεωρίας και κανένα από αυτά δεν μπορούσε ακόμη να απαντηθεί ικανοποιητικά κατά τα αρχικά στάδια της κοπερνίκειας επανάστασης. Έτσι, ενώ η νέα θεωρία έλυνε μερικά προβλήματα, βρισκόταν η ίδια αντιμέτωπη με λογής λογής νέα προβλήματα. Ανάλογα με τις αξίες που ασπάζονταν, διάφορα άτομα αντιδρού-
4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 199
σαν διαφορετικά: όσοι, π.χ., έδιναν βάρος στη μαθηματική απλότητα είχαν έναν πολύ καλό λόγο να δεχθούν το κοπερνίκειο Παράδειγμα, ενώ όσοι έδιναν βάρος στην εσωτερική συνοχή της ολικής κοσμοεικόνας και στη συμφωνία με τον κοινό νου (δεν αισθανόμαστε ότι η Γη κινείται) είχαν το κίνητρο για να παραμείνουν πιστοί στο πτολεμαϊ- κό Παράδειγμα. Κατά τον Κουν, δεν είναι διόλου εύλογη η σκέψη πως όλοι οι στοχαστές της εποχής εκείνης είχαν σταθμίσει προσεκτικά όλα τα τεκμήρια και στη συνέχεια είχαν επιλέξει Παράδειγμα βασιζόμενοι σε ακαταμάχητους ορθολογικούς λόγους. Ο χαρακτήρας και οι πίστεις κάθε ατόμου έδιναν σε κάθε έναν τους διαφορετικούς λόγους για να συμβάλουν στην κοπερνίκεια επανάσταση. Μοιάζει σαν ό,τι λογίζεται ως ορθολογικό έρεισμα, και το σχετικό βάρος που θα πρέπει να αποδίδεται σε κάθε ορθολογικό έρεισμα, να είναι κάτι διαπραγματεύσιμο.
Όσον αφορά τον Κοπέρνικο, κάτι στον χαρακτήρα του τον έκανε πρόθυμο να αναθεωρήσει εκ βάθρων τη μαθηματική περιγραφή του ηλιακού συστήματος, αντί να ικανοποιείται επιφέροντας κάποιες διορθώσεις στο πτολε- μαϊκό σύστημα. Τύχαινε επίσης να έχει τη μαθηματική ικανότητα να διατυπώσει επακριβώς το εναλλακτικό, ηλιοκεντρικό σύστημα. Ο Γ αλιλαίος, από την πλευρά του, τύχαινε να είναι μαχητικός και απείθαρχος ώστε να συγ- κρουστεί με την Εκκλησία, ακόμη και όταν οι συνέπειες για την ίδια τη ζωή του ήταν δυσάρεστες. Λέγεται ότι η μυστικιστική πίστη του στη βασική μαθηματική αρμονία του φυσικού κόσμου έκανε τον Κέπλερ να προτιμήσει να βάλει τους πλανήτες σε απλές ελλειπτικές τροχιές αντί για τις πολύπλοκες κυκλικές τροχιές· λέγεται επίσης ότι είχε πρόσβαση σε πιο λεπτομερή αστρονομικά δεδομένα απ’ ό,τι οιοσδήποτε άλλος πριν από αυτόν. (Οι νόμοι του
200 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ
για την πλανητική κίνηση είδαν το φως της δημοσιότητας το 1609 και μόνο χάρη σ’ αυτούς η ηλιοκεντρική θεωρία παρείχε μια θεωρία που όσον αφορά το εμπειρικό περιεχόμενο ήταν σημαντικά πιο επαρκής από το πτολεμαϊκό Παράδειγμα.) Τέλος, ο Καρτέσιος είχε αναπτύξει μια φυσική πολύ διαφορετική από εκείνην του Αριστοτέλη και είχε ρητό φιλοσοφικό σχέδιο μακράς πνοής, και μάλιστα τέτοιο που υπερέβαινε ό,τι θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τα διαθέσιμα εμπειρικά δεδομένα.
Έχοντας εξηγήσει τις ιδέες του Κουν, θα εστιάσω τώρα την προσοχή σε δύο φιλοσοφικά προβλήματα που συζητήθηκαν ευρέως μετά τη δημοσίευση του έργου του. Θα μπορέσουμε να τα φωτίσουμε και τα δύο με παραδείγματα από την κοπερνίκεια επανάσταση' το πρώτο το έχουμε ήδη εξετάσει πρωτύτερα.
4.5 Θεωρία και παρατήρηση
Όταν εξηγούμε πώς λειτουργεί η επιστήμη, είναι φυσικό να επικαλεστούμε σχεδόν εξ αρχής τη διάκριση ανάμεσα στη θεωρία και στην παρατήρηση. Οι επιστημονικές θεωρίες, υποτίθεται, βασίζονται σε γνωστά γεγονότα και τα γεγονότα τα καθορίζει η παρατήρηση. Επομένως, η αδρή εξήγηση που πρότεινε ο Μπέικον αναφορικά με την επιστημονική μέθοδο είναι αρκετά εύλογη. Εκκινούμε παρατηρώντας τον φυσικό κόσμο, στη συνέχεια προσπαθούμε να συστηματοποιήσουμε τις παρατηρήσεις, και καταλήγουμε στις πιο γενικές αρχές που τις διέπουν. Βεβαίως, όπως υποστήριξα στο τέλος του Κεφαλαίου 2, αντίθετα από ό,τι λέει ο Μπέικον, η ακολουθούμενη μέθοδος δεν μπορεί να είναι ελεύθερη προϋποθέσεων, επειδή όταν παρατηρούμε τον κόσμο χωρίζουμε τα φαινό
4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 201
μενα σε διαφορετικούς τύπους, προτού προσπαθήσουμε να συστηματοποιήσουμε τη γνώση μας γ ι’ αυτά. Έτσι, π.χ., ξεκινάμε έχοντας ήδη ταξινομήσει μερικά φαινόμενα ως κινήσεις των ουρανίων σωμάτων και άλλα ως παλίρροιες ή ως εποχές του έτους. Σύμφωνα τώρα με τη νεότερη επιστήμη, αποδεικνύεται πως τα φαινόμενα αυτά είναι αλληλένδετα’ τις παλίρροιες τις προκαλεί η κίνηση της Σελήνης, και οι εποχές είναι αποτέλεσμα του ότι η Γη κινείται περί τον Ήλιο. Ως εκ τούτου, όταν τα αντιμετωπίζουμε ως χωριστά φαινόμενα ενδέχεται να σφάλλουμε. Αυτό ακριβώς είχε συμβεί με την αριστοτελική επιστήμη, όπου οι ουρανοί εθεωρούντο ως χωριστό πεδίο και οι νόμοι της μηχανικής, όσοι εφαρμόζονταν στις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων, ήταν θεμελιωδώς διαφορετικοί από τους νόμους που εφαρμόζονταν στα επίγεια αντικείμενα. Παρομοίως, θα ήταν ίσως φυσικό να υποθέτουμε ότι μερικά φαινόμενα συσχετίζονται με την κίνηση και όχι με την ακινησία επειδή σύμφωνα με την εμπειρία μας τα κινούμενα πράγματα διαφέρουν από τα ακίνητα. Ωστόσο, στη νεότερη φυσική, η ομαλή κ ίνηση και η κατάσταση ηρεμίας δεν διαφέρουν φυσικώς η μία από την άλλη και μάλιστα η μεταξύ τους διαφορά είναι σχετική ως προς το εκάστοτε σύστημα αναφοράς. Είναι σαφές ότι μια διαίρεση των φαινομένων σε τύπους απαιτείται προτού καν εκκινήσει η επιστήμη, και ότι οι τέτοιου είδους ταξινομήσεις μπορεί να αναθεωρούνται όταν νέες θεωρίες γίνονται δεκτές. Είναι επίσης σαφές ότι, στις ώριμες επιστήμες, είναι ανεπιθύμητη η ιδέα πως οι περαιτέρω παρατηρήσεις θα πρέπει να είναι ελεύθερες προϋποθέσεων, καθώς κάτι τέτοιο θα σήμαινε να ξεκινάει κανείς εκ του μηδενός αντί να οικοδομεί στη βάση προηγούμενων επιτυχιών.
202 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ
Μπορεί οι υφιστάμενες θεωρίες να αποτελούν οδηγό για την ανάπτυξη νέων θεωριών και να μας λένε ποιες παρατηρήσεις είναι σημαντικές κ.τ.τ., ωστόσο μπορεί κάνεις να επικαλεστεί τη διάκριση ανάμεσα στο πλαίσιο της ανακάλυψης και στο πλαίσιο της δικαιολόγησης προκειμένου να διατηρήσει την ιδέα πως οι επιστημονικές θεωρίες τ ίθενται σε δοκιμασία μέσω των παρατηρήσεων. Πολλοί εμπειριστές φιλόσοφοι είχαν χαράξει αυστηρή διάκριση ανάμεσα στο παρατηρησιακό και στο θεωρητικό, και τη διάκριση αυτή τη δέχονται τόσο οι λογικοί θετικιστές όσο και ο Πόπερ, τουλάχιστον στα πρώτα έργα του. Σύμφωνα με τη στερεότυπη άποψη, η ανεξαρτησία ή η ουδετερότητα των παρατηρήσιμων γεγονότων ως προς τη θεωρία τα καθιστά κατάλληλο θεμέλιο της επιστημονικής γνώσης ή τουλάχιστον για τον έλεγχο των θεωριών (βλ. πιο πάνω, 4.1 [4]). Η στερεότυπη άποψη ενέχει μια διάκριση ανάμεσα σε παρατηρησιακούς όρους, όπως «κόκκινο», «βαρύ», «υγρό», και σε θεωρητικούς όρους, όπως «ηλεκτρόνιο», «ηλεκτρικό φορτίο», «βαρύτητα». Η ιδέα εν προκειμένω είναι η εξής: οι κανόνες για την ορθή χρήση των παρατη- ρησιακών όρων αναφέρονται μόνο σε ό,τι αντιλαμβάνεται κατ’ αίσθηση ένας φυσιολογικός παρατηρητής σε ορισμένες περιστάσεις- επιπλέον, οι κανόνες αυτοί είναι εντελώς ανεξάρτητοι από την εκάστοτε θεωρία. Επί παραδείγμα- τι, ο Έρνεστ Νέιγκελ (Ernest Nagel, 1901-1985), στο πολυ- διαβασμένο βιβλίο του The Structure of Science (1961), υποστηρίζει ότι κάθε παρατηρησιακός όρος συσχετίζεται με μία τουλάχιστον εμφανή διεργασία σχετική με τη χρήση του εκάστοτε όρου σε μια παρατηρησιακώς προσδιορί- σιμη ιδιότητα, όταν πραγματώνονται ορισμένες ειδικές συνθήκες. Έτσι, π.χ., η ιδιότητα «κόκκινο» χρησιμοποιείται για ένα αντικείμενο όταν αυτό φαίνεται κόκκινο σε
4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 203
έναν φυσιολογικό παρατηρητή, υπό κανονικές συνθήκες φωτισμού. Πολλοί άλλοι συγγραφείς αναλύουν τη λογική που διέπει τον έλεγχο των θεωριών βασιζόμενοι σε αυτή τη διάκριση ανάμεσα στους παρατηρησιακούς και στους θεωρητικούς όρους.
Από την άλλη, ο Κουν συγκαταλέγεται σε όσους τόνιζαν τον «θεωρητικά έμφορτο» χαρακτήρα της παρατήρησης. Την ιδέα εν προκειμένω συνοψίζει ο φιλόσοφος Νόργουντ Ράσελ Χάνσον (Norwood Russell Hanson, 1924- 1967) ως εξής: «Το να βλέπω δεν είναι μόνο το να έχω μιαν οπτική εμπειρία’ εκτός αυτού, είναι και ο τρόπος με τον οποίο έχω την εκάστοτε οπτική εμπειρία» (Hanson 1958: 15). Κατά τον Χάνσον, η οπτική εμπειρία δύο παρατηρητών μπορεί να είναι διαφορετική, έστω και αν τα είδωλα στον αμφιβληστροειδή τους είναι ακριβώς τα ίδια. Αυτό το πίστευε επειδή πίστευε ότι η ερμηνεία είναι αχώριστη από το οπτικό ενέργημα. Εν γένει, σύμφωνα με τον Χάνσον, «την παρατήρηση του x τη διαμορφώνει η πρότερη γνώση τού χ» (Hanson 1958: 19). Μερικά πολύ γνωστά παραδείγματα δείχνουν ότι ενίοτε ο χαρακτήρας της οπτικής εμπειρίας μας εξαρτάται από την πρότερη εμπειρία μας και από έννοιες (βλ. Εικόνα 2).
Η ιδέα εδώ είναι πως μπορούμε να δούμε τον κύβο είτε ως εάν η άνω δεξιά έδρα του να ήταν η εγγύτερη προς εμάς είτε ως εάν εγγύτερη προς εμάς να ήταν η κάτω αριστερή έδρα. Δεξιά, εικονίζεται το κεφάλι λαγού με τα μάτια προς τα αριστερά ή το κεφάλι πάπιας με το ράμφος προς τα δεξιά. Υπάρχουν μερικά αξιοπρόσεκτα πράγματα όσον αφορά την εμπειρία θέασης των εικόνων αυτών. Πρώτον, μπορούμε να δούμε ότι κάτι εικονίζεται εδώ, μόνον επειδή έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τρισδιάστατα αντικείμενα να εικονίζονται ως δισδιάστατα. Δεύτερον, μπορούμε
204 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ
να μάθουμε να βλέπουμε τις εικόνες διαφορετικά' επομένως, το πώς τις βλέπουμε δεν είναι κάτι καθορισμένο άπαξ διά παντός. Οι περισσότεροι βρίσκουν πιο φυσική τη μία ή την άλλη οπτική εμπειρία των εικόνων, και στην αρχή χρειάζεται να προσπαθήσουν για να βιώσουν την άλλη οπτική εμπειρία. Τρίτον, όταν η εμπειρία αλλάζει, λ.χ. από κουνέλι σε πάπια, η αλλαγή είναι σαν την εναλλαγή μορφής σύμφωνα με τη μορφολογική ψυχολογία {gestalt shift), με άλλα λόγια, ο χαρακτήρας της οπτικής εμπειρίας αλλάζει ως όλον.
Πολυσυζητημένο παράδειγμα επιστημονικής παρατήρησης είναι η παρατήρηση με μικροσκόπιο. Το κατά πόσον κάτι στην εικόνα ταξινομείται ως πραγματικό αντικείμενο ή ως τεχνητό αποτέλεσμα της διεργασίας χρώσεως που χρησιμοποιήθηκε κατά την παρασκευή των πλακιδίων για παρατήρηση το καθορίζει το θεωρητικό υπόβαθρο. Εν γένει, ισχύει συχνά ότι οι επιστήμονες πρέπει να μάθουν να διεξάγουν παρατηρήσεις με ορισμένες συ
4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 205
σκευές. Ως εκ τούτου, ο έμπειρος ιατρός όταν κοιτάζει ακτινογραφία ενός κατάγματος μπορεί «να δει» λογής λογής λεπτομέρειες, αόρατες στον μη ειδικό. Ο Κουν και άλλοι χρησιμοποιούν τέτοιου είδους παραδείγματα για να υποστηρίξουν πως, εν γένει, ό,τι αντιλαμβάνονται κατ’ αίσθηση οι επιστήμονες το καθορίζουν εν μέρει τα όσα πιστεύουν. Οι οπαδοί της κοπερνίκειας θεωρίας, όταν κοιτάζουν το ηλιοβασίλεμα, βλέπουν τον Ήλιο ακίνητο και τον ορίζοντα να υψώνεται, ενώ ο πτολεμαι'κός αστρονόμος βλέπει τον ορίζοντα ακίνητο και τον Ήλιο να κινείται δύοντας πίσω από τον ορίζοντα. Αυτή η ιδέα απειλεί να υπονομεύσει τη δυνατότητα αντικειμενικού ελέγχου των επιστημονικών θεωριών, επειδή, αν όλες οι παρατηρήσεις είναι «μολυσμένες» από τις θεωρίες, τότε η παρατήρηση δεν μπορεί να είναι ουδέτερος διαιτητής ανάμεσα σε ανταγωνιστικές μεταξύ τους θεωρίες, αντίθετα απ’ ό,τι λέγεται στην παραδεδεγμένη άποψη. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε η ιστορία της επιστήμης είναι πολύ πιθανόν να περιέχει πολλές περιπτώσεις όπου η συλλογή παρατηρησιακών τεκμηρίων υφίσταται τη μεροληπτική επιρροή των παραδοχών που προϋποθέτουν οι παρατηρητές.
Σχετικό παράδειγμα εν προκειμένω μοιάζει να είναι η περίπτωση των ηλιακών κηλίδων (περιοχών δηλαδή με διαφορετική φωτεινότητα στην ηλιακή επιφάνεια), οι οποίες δεν είχαν ποτέ καταγραφεί στην Ευρώπη πριν από την κοπερνίκεια επανάσταση, ενώ ήταν γνωστές στους Κινέζους αστρονόμους από αιώνων. Φαίνεται πως η πίστη των Ευρωπαίων ότι οι ουρανοί ήταν ένα τέλειο και αμετάβλητο βασίλειο τους εμπόδιζε να δουν αυτό το προφανές παράδειγμα μεταβλητού φαινομένου πέρα από τη Γη. Άλλο παράδειγμα που αναφέρει ο Χάνσον είναι η αποτυχία των φυσικών να αντιληφθούν τις τροχιές που διαγράφουν
206 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ
τα ποζιτρόνια μέσα σε θαλάμους ιονισμού, πριν ο Πωλ Ντιράκ (Paul Dirac, 1902-1984) θέσει (το 1928) ως θεωρητικό αίτημα ότι υπάρχουν τέτοιου είδους σωμάτια. Όταν οι φυσικοί που ασχολούνται με τη σωματιδιακή φυσική κοιτάζουν τώρα τα πειράματα που είχαν διεξαχθεί κατά την προ Ντιράκ περίοδο, βλέπουν σαφή τεκμήρια της διέλευσης ποζιτρονίων που φαίνεται να είχαν τελείως διαφύγει από τους προκατόχους τους.
Υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις όπου ό,τι παρατη- ρείται ή ό,τι θεωρείται ως παρατηρήσιμο μοιάζει να είναι «μολυσμένο» από θεωρία. Σύμφωνα με τη θεωρία κίνησης κατά Γαλιλαίο, παρατηρήσιμη είναι μόνο η σχετική κίνηση, και γ ι’ αυτό δεν αισθανόμαστε την κίνηση της Γης ως προς τον Ήλιο, επειδή η Γη δεν κινείται ως προς εμάς. Κατά τους επικριτές του Γαλιλαίου, κάθε κίνηση είναι παρατηρήσιμη και έτσι το γεγονός ότι η Γη δεν κινείται το στηρίζει η εμπειρία όλων. Ο Γαλιλαίος διαφωνούσε επίσης με τους αριστοτελικούς φιλοσόφους σχετικά με το τι είναι παρατηρήσιμο με το τηλεσκόπιο. Κατά τον Γαλιλαίο, όταν το τηλεσκόπιο στόχευε τον Δία, έδειχνε σαφώς ότι ο πλανήτης είχε τους δικούς του δορυφόρους, οι επικριτές του όμως αντιμετώπιζαν με σκεπτικισμό την αξιοπιστία του νέου οργάνου. Οι σύγχρονοι αστρονόμοι συμφωνούν με τον Γαλιλαίο σχετικά με τους δορυφόρους του Δία, ωστόσο φαίνεται τώρα πως είχε εκλάβει λανθασμένα τους δακτυλίους του Κρόνου ως δορυφόρους και ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, έσφαλλε εκλαμβάνοντας για κρατήρες πάνω στη Σελήνη ό,τι ήταν απλώς οπτική πλάνη.
Ένα ακόμη επιχείρημα υπέρ της ιδέας ότι η παρατήρηση είναι έμφορτη θεωρίας επικαλείται το γεγονός ότι μοιάζει να υπάρχει ένα συνεχές ανάμεσα στις περιπτώσεις όπου παρατηρούμε κάτι και στις περιπτώσεις όπου
4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 207
συνάγουμε κάτι. Ας υποθέσουμε, π.χ., ότι η κ. Α ισχυρίζεται πως παρατηρεί ένα αεριωθούμενο στον ουρανό* αυτό όμως που όντως παρατηρεί η κ. Α δεν είναι μια κουκκίδα με ουρά από ατμό, εκ των οποίων η φίλη μας συνάγει ότι πρόκειται για αεροπλάνο; Παρομοίως, λέγεται ότι οι επιστήμονες παρατηρούν να περνά ηλεκτρικό ρεύμα σε ένα σύρμα επειδή κινείται η βελόνα αμπερόμε- τρου ή ανάβει ένας λαμπτήρας* δεν θα μπορούσε όμως να λεχθεί ότι οι επιστήμονες μάλλον συνάγουν παρά παρατηρούν άμεσα την παρουσία ηλεκτρικού ρεύματος; Μερικές οντότητες, λ.χ. τα δέντρα και τα πουλιά, είναι προφανώς παρατηρήσιμα* τ ι ισχύει όμως για τα βακτήρια, τα μόρια και τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα; Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι συχνά μπορούμε να χρησιμοποιούμε θεωρητική γλώσσα για να περιγράφουμε παρατηρήσιμα γεγονότα: λέμε, π.χ., ότι «ανάβουμε το φως» ή μιλάμε για «φούρνους μικροκυμάτων», για «μικροεπεξεργαστές από πυρίτιο», κ.ο.κ. Φαίνεται πως εν πολλοίς η καθημερινή γλώσσα είναι έμφορτη θεωρίας και πως συχνά περιγράφουμε καταστάσεις όπου, μιλώντας αυστηρά, συνάγουμε την παρουσία ενός πράγματος σαν να το είχαμε παρατηρήσει άμεσα.
Είναι όμως σημαντικό να μη συγχέουμε την ιδέα πως ολόκληρη η γλώσσα που χρησιμοποιείται για να περιγρά- φονται οι παρατηρήσεις είναι έμφορτη θεωρίας και την ιδέα πως αυτές καθαυτές οι παρατηρήσεις είναι έμφορ- τες θεωρίας. Ευλόγως θα υποστηρίζαμε ότι, στη γλώσσα, το όριο ανάμεσα στους παρατηρησιακούς και στους θεωρητικούς όρους είναι ασαφές. Είναι όμως κάτι πολύ πιο αμφιλεγόμενο να υποστηρίζουμε ότι οι θεωρίες τις οποίες πιστεύουμε όντως επηρεάζουν το περιεχόμενο των παρατηρήσεών μας, και όχι το τ ι προσέχουμε και το πώς
208 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ
το περιγράφουμε. Ο φιλόσοφος Πολ Τσέρτσλαντ (Paul Churchland, 1942-) πιστεύει ότι η κατ’ αίσθηση αντίληψη είναι «εύπλαστη», με την έννοια ότι η φύση και το περιεχόμενο της κατ’ αίσθηση αντίληψης επηρεάζονται από τις θεωρίες που χρησιμοποιούμε για να νοήσουμε και να πε- ριγράψουμε τον κόσμο: «μαθαίνουμε -από τους άλλους- να αντιλαμβανόμαστε κατ’ αίσθηση τον κόσμο έτσι όπως τον αντιλαμβάνονται όλοι οι άλλοι» (Churchland 1979: 7). Ο Τσέρτσλαντ υποστηρίζει πως -μέσα σε ένα χρονικό διάστημα- το πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο μπορεί να υποστεί τεράστια αλλαγή αν οδηγηθούμε να πιστέψουμε νέες θεωρίες.
Αντίθετη άποψη εκθέτει ο Τζέρι Φόντορ (Jerry Fodor, 1935-): «όταν δεχθούν τα ίδια ερεθίσματα, δύο οργανισμοί με την ίδια αισθητική/αντιληπτική ψυχολογία θα παρατηρήσουν, εν γένει, τα ίδια πράγματα» (Fodor 1984: 24). Κατά τον Φόντορ, μερικές πίστεις καθορίζονται άμεσα από την παρατήρηση, δηλαδή από την ενεργοποίηση των αισθήσεων, και αυτές τις ξεχωρίζει από όσες πίστεις καθορίζονται συναγωγικά. Όσοι αντιτίθενται, όπως ο Φόντορ, στα πιο ριζοσπαστικά συμπεράσματα του Τσέρτσλαντ και του Κουν επικαλούνται τη διάκριση ανάμεσα στο «βλέπω ό τ ι...» και στο «βλέπω ...» απλώς. Βεβαίως, όποιος δεν κατέχει τις σχετικές έννοιες δεν μπορεί να δει ότι μπροστά του υπάρχει ένα ποτήρι με νερό, αλλά μπορεί να δει το ποτήρι με το νερό, κάτι που μπορεί να φανεί από το ότι μπορεί να το πιάσει και να το περιεργαστεί με απορία. Μπορεί, επομένως, να υποστηριχθεί ότι στην επιστήμη, για να δούμε ότι υπάρχει ένας πλανήτης σε ορισμένη θέση στον ουρανό, απαιτείται να νοούμε το πράγμα θεωρητικά ως πλανήτη, αλλά το να δούμε απλώς ένα φωτεινό σημείο στη συγκεκριμένη θέση απαιτεί να έχουμε
4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚΟ ΤΗ ΤΑ 209
Εικόνα 3
ένα οπτικό σύστημα που λειτουργεί καταλλήλως - τίποτε περισσότερο.
Ελπίζω, τα απλά παραδείγματα που εξέτασα πρωτύτερα, να κάνουν εναργή την ιδέα ότι η παρατήρηση είναι έμφορτη θεωρίας. Βεβαίως όμως, για μια διεξοδική μελέτη του ζητήματος απαιτείται οικειότητα με το έργο των ψυχολόγων και των γνωσιοεπιστημόνων σχετικά με την ανθρώπινη κατ’ αίσθηση αντίληψη. Τπάρχουν πράγματι πολυάριθμα πειράματα που δείχνουν ότι, τουλάχιστον σε ορισμένες καταστάσεις, το τ ι αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι κατ’ αίσθηση εξαρτάται ώς έναν βαθμό από τις έννοιες και τις πίστεις τους. Από την άλλη, δεν βλέπουμε πάντοτε ό,τι προσδοκούμε να δούμε, και υπάρχουν τεκμήρια κατά της ιδέας ότι οι παρατηρήσεις μας είναι «μολυσμένες» από τις πίστεις και τις έννοιές μας. Ας εξετάσουμε, π.χ., την οπτική πλάνη Miiller-Lyer (Εικόνα 3).
Οι θετικιστές θεωρούσαν κάποια στιγμή ότι οι παρα- τηρησιακές προτάσεις ήταν τα βέβαια θεμέλια της επιστήμης και ότι, αν ήταν έμφορτες θεωρίας, οι παρατηρη- σιακές προτάσεις ήταν βέβαιες μόνο στον βαθμό που ήταν βέβαιες οι προϋποτιθέμενες θεωρίες. Ωστόσο, παρότι οι αναφορές σχετικά με τις παρατηρήσεις μπορεί να μην είναι ουδέτερες έναντι όλων των θεωριών, μπορεί να είναι ουδέτερες ως προς τις θεωρίες που χρησιμοποιούνται
210 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ
για να κριθεί ποια από τις παρατηρήσεις ισχύει. Εν πά- ση περιπτώσει, δεν μπορεί να θεμελιωθεί ακλόνητα η θέση ότι το περιεχόμενο των παρατηρήσεων αυτών καθαυτών είναι συνάρτηση των θεωριών που ενστερνίζεται ο παρατηρητής, μόνο με την αναφορά στις ως άνω παραδειγματικές περιπτώσεις ή ακόμη και στις ολιγάριθμες περιπτώσεις τις σταχυολογημένες από την ιστορία της επιστήμης όπου οι επιστήμονες διαφωνούσαν σχετικά με το τ ι παρατηρείται στην α ή στη β περίσταση. Στην επιστήμη, η σχέση ανάμεσα στην παρατήρηση και στη θεωρία προφανώς αξίζει διεξοδική διερεύνηση. Ελπίζω να έχω ειδοποιήσει τους αναγνώστες για τα πολλά ενδιαφέροντα ερωτήματα αναφορικά με τη σχέση παρατήρησης- θεωρίας, να έχω δείξει ότι η απλοϊκή άποψη για μια αυστηρή διάκριση ανάμεσα σε θεωρητικούς και παρατηρη- σιακούς όρους δεν ευσταθεί, και να έχω επίσης καταστήσει σαφές πως όταν λέγεται πως η παρατήρηση είναι έμφορτη θεωρίας μπορεί να εννοούνται διάφορα πράγματα. Βεβαίως, το τι οι άνθρωποι προσέχουν ή το τ ι επιλέγουν να αναφέρουν και το πώς το αναφέρουν επηρεάζεται από τις θεωρίες τους σχετικά με τον κόσμο. Όπως έδειξε η έρευνά μας, ασφαλώς αληθεύει ότι η θεωρία καθοδηγεί την παρατήρηση και είναι πιθανώς αληθές ότι δεν υπάρχουν ενδιαφέρουσες παρατηρησιακές περιγραφές θεωρη- τικώς ουδέτερες, ωστόσο δεν είναι εύκολο να αποδειχθεί πως το τ ι πράγματι βλέπουμε διαφέρει ανάλογα με τη θεωρία που δεχόμαστε.
4.6 Ασυμμετρότητα
Ασνμμετρότητα (incommensurability) είναι όρος προερχόμενος από τα μαθηματικά και σημαίνει «απουσία κοι
4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 211
νού μέτρου». Τον όρο υιοθέτησαν ο Κουν και ένας ακόμη φιλόσοφος, ο Πολ Φαϊεράμπεντ (Paul Feyerabend, 1924- 1994), που και οι δύο υποστήριζαν ότι διαδοχικές επιστημονικές θεωρίες είναι συχνά ασύμμετρες μεταξύ τους, με την έννοια ότι δεν υπάρχει ουδέτερος τρόπος για συγκριτική αποτίμηση της αξίας τους. Μία από τις πιο ριζοσπαστικές ιδέες που αναδείχθηκαν μέσα από το έργο του Κουν είναι πως ό,τι λογίζεται ως τεκμήριο σε ορισμένο επιστημονικό πεδίο μπορεί να εξαρτάται από το Παράδειγμα που αποτελεί το γνωστικό υπόβαθρο στο εκάστοτε πεδίο. Αν αυτό ισχύει, πώς είναι δυνατόν να συγκρίνει κανείς ορθολογικά το ένα με το άλλο ανταγωνιστικά Παραδείγματα; Κατά τον Κουν, δεν υπάρχει σταθερότυ- πο που να επιτρέπει να συγκριθούν μεταξύ τους θεωρίες ανώτερο από τη συναίνεση της εκάστοτε οικείας κοινότητας, και «[η επιλογή] ανάμεσα σε ανταγωνιστικά μεταξύ τους Παραδείγματα αποδεικνύεται να είναι μια επιλογή ανάμεσα σε ασύμβατους μεταξύ τους τρόπους κοινοτικής ζωής» (Kuhn 1962: 94).
Μπορούμε, επομένως, να θεωρήσουμε πως ο Κουν υποβάλλει την ιδέα ότι η λεγάμενη επιστημονική «πρόοδος» ουδόλως βασίζεται στα τεκμήρια, αλλά έχει ως κινητήριο μοχλό τίποτε περισσότερο από την ψυχολογία του όχλου και ότι η εμπειρική επιβεβαίωση των υποθέσεων είναι ρητορική απάτη. (Η ιδέα αυτή ενέπνευσε το γνωστό ως «ισχυρό πρόγραμμα στην κοινωνιολογία της γνώσης», που στοχεύει να εξηγήσει τη θεωρητική αλλαγή στην επιστήμη με αναφορά σε ψυχολογικές και σε κοινωνικές δυνάμεις.) Πολλοί έχουν χρησιμοποιήσει τα επιχειρήματα του Κουν για να στηρίξουν ό,τι οι φιλόσοφοι ονομάζουν σχετικισμό αναφορικά με την επιστημονική γνώση, σύμφωνα με τον οποίο οι «αλήθειες» των επιστημονικών
212 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ
θεωριών καθορίζονται εν όλω ή εν μέρει από τις κοινωνικές δυνάμεις. Σε απλή μορφή, ο γνωστικός (ή επιστη- μικός) σχετικισμός θα δήλωνε, π.χ., πως μια θεωρία στη φυσική ή στη βιολογία μπορεί να λογίζεται ως γνώση, μόνο και μόνο επειδή την πιστεύουν όσοι κατέχουν υψηλή θέση, κύρος και επιρροή στην κοινότητα των φυσικών και των βιολόγων αντιστοίχως.
Την ιδέα πως ανταγωνιστικά Παραδείγματα είναι ασύμμετρα μεταξύ τους τη στηρίζει η ιδέα ότι η παρατήρηση είναι έμφορτη θεωρίας. Αν αληθεύει ότι όλες οι παρατηρήσεις είναι «μολυσμένες» από τις θεωρίες υποβάθρου, τότε η αξία κάθε Παραδείγματος δεν μπορεί να συγκριθεί με την αξία ενός άλλου Παραδείγματος με το να υποβληθούν και τα δύο σε εμπειρική δοκιμασία, επειδή οι οπαδοί κάθε Παραδείγματος δεν θα συμφωνούν κατ’ ανάγκην μεταξύ τους για το τ ι παρατηρείται. Είδαμε πως αυτό ίσχυε στην αντιπαράθεση του Γαλιλαίου με την Καθολική Εκκλησία για το κατά πόσον η Γη κινείται ή όχι. Η κοπερνίκεια επανάσταση δείχνει πώς -όταν αλλάζει το Παράδειγμα- αλλάζουν ταυτόχρονα και οι μέθοδοι οι ενδεδειγμένες για τον έλεγχο ορισμένων θεωρητικών αρχών, όπως άλλωστε αλλάζουν και τα προβλήματα που έχει να επιλύσει η επιστήμη. Για τους σύγχρονους επιστήμονες, ένα σώμα παραμένει σε κατάσταση ηρεμίας ή ομαλής κίνησης όσο δεν δρα επ’ αυτού δύναμη για να του αλλάξει την κατάσταση. Ως εκ τούτου, δεν χρειάζεται να εξηγηθεί το τι κρατάει στον αέρα ένα βέλος, άπαξ και επιταχυνθεί από τη χορδή του τόξου' το πρόβλημα τώρα είναι να εξηγηθεί πώς η βαρύτητα και η αντίσταση του αέρα συνδυάζονται μεταξύ τους και εμποδίζουν το βέλος να εξακολουθεί να κινείται ευθύγραμμα επ’ άπειρον. Από την άλλη, κατά τους αριστοτελιστές, είναι επιτακτική η
4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚΟ ΤΗ ΤΑ 213
ανάγκη να εξηγηθεί το τ ι κρατάει το βέλος στην αφύσικη κατάσταση κίνησης αφότου έχει εγκαταλείψει τη χορδή του τόξου.
Διαφορετικοί άνθρωποι, αυτό είναι σαφές, ταξινομούν ενίοτε τα πράγματα στον κόσμο με ριζικά διαφορετικούς τρόπους. Κάποτε φαίνεται πως, για να αξιολογήσουμε το τ ι πιστεύουν οι άνθρωποι, πρέπει να κατανοήσουμε επιμέρους βεβαιωτικές κρίσεις που διατυπώνουν, σε αναφορά με ολόκληρη τη γλωσσική πρακτική τους. Ένα παλαιότερο επιστημονικό έργο γίνεται καμιά φορά κατανοητό στο φως νεότερων θεωριών. Σύμφωνα με τη θεωρία, π.χ., για το θερμογόνο που ανέπτυξε ο Πιερ Λα- πλάς (Pierre Laplace, 1749-1827), η θερμότητα είναι υλική ουσία. Η θεωρία αυτή επέτρεψε στον Λαπλάς να υπολογίσει με μεγάλη ακρίβεια την ταχύτητα του ήχου στον αέρα. Ένας σύγχρονος φυσικός μπορεί πολύ εύκολα να κατανοήσει τις μεθόδους του Λαπλάς παρότι η θερμότητα θεωρείται σήμερα ως μια μορφή ενέργειας που συσχετίζεται με τις ταλαντώσεις μορίων. Από την άλλη, η συλλογιστική ενός στοχαστή της Αναγέννησης, όπως ο Πα- ράκελσος (Philippus Aureolus Theophrastus Bombastus von Hohenheim, γνωστός ως Paracelsus, 1493-1541), είναι σχεδόν εντελώς ακατανόητη για έναν σύγχρονο επιστήμονα επειδή ο τρόπος που ο Παράκελσος βλέπει τον κόσμο και οι τύποι των απαντήσεων που αναζητά είναι εντελώς ξένοι προς τη σύγχρονη επιστημονική θεώρηση των πραγμάτων. Επί παραδείγματι, ο Παράκελσος υποστηρίζει ότι ένα φυτό του οποίου τα φύλλα έχουν σχήμα που μοιάζει με φίδι προστατεύει από τα δηλητήρια και ότι οι καλοί ιατροί οφείλουν να φέρουν κόκκινη γενειάδα. Ως εκ τούτου, δεν δίνονται πάντοτε απαντήσεις σε ερωτήματα που ανέκυπταν σε παλαιά Παραδείγματα επειδή ενίοτε
214 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ
καταλήγουμε να θεωρούμε ότι τα ερωτήματα αυτά δεν έχουν καν νόημα.
0 Κουν παρομοιάζει την αλλαγή Παραδείγματος με την «εναλλαγή μορφής» κατά τη μορφολογική ψυχολογία, δηλαδή σαν κάτι που βιώνει όποιος κοιτάζει μιαν αμ- φίσημη εικόνα και εναλλακτικά βλέπει πότε πάπια και πότε λαγό (βλ. πιο πάνω, Εικόνα 2). Τ ι ιδιαίτερο έχουν οι τέτοιου είδους εναλλαγές μορφής; Ότι είναι ολιστικές. Παρομοίως, οι διαφορές ανάμεσα σε παραδείγματα στο εννοιολογικό, στο οντολογικό και σε άλλα επίπεδα είναι ολικές και συστηματικές. Οι θεωρίες διαφορετικών Παραδειγμάτων είναι ασύμμετρες μεταξύ τους κατά το ότι οι όροι και οι έννοιες των επιστημονικών θεωριών που ανήκουν σε διαφορετικά Παραδείγματα δεν είναι αλλη- λομεταφράσιμες και αυτό ονομάζεται νοηματική ασυμ- μετρότητα. Κατά τον Κουν, τους επιστημονικούς όρους νοηματοδοτεί η θέση που κατέχουν στη δομή ολόκληρης της θεωρίας. Επί παραδείγματι, ο όρος «μάζα» στη νευτώνεια θεωρία σημαίνει κάτι διαφορετικό από τον όρο «μάζα» στη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν. Φαίνεται, λοιπόν, πως όταν συγκρίνουμε το καθεστώς μιας πρότασης όπου εμφανίζεται ο όρος «μάζα» σύμφωνα με τη μία και την άλλη θεωρία, στην πραγματικότητα συγκρίνουμε μεταξύ τους δύο προτάσεις που έχουν διαφορετικό νόημα η μία από την άλλη. Στην κοπερνίκεια επανάσταση, η ιδέα της κίνησης άλλαξε ριζικά. Μπορούμε άραγε πράγματι να πούμε ότι οι αριστοτελιστές και ο Γαλιλαίος ασπάζονται διαφορετικές θεωρίες για τη φύση της κίνησης, ή μήπως θα πρέπει να πούμε ότι απλώς, με τον όρο «κίνηση», εννοούν διαφορετικά πράγματα; Δεν υπάρχει, κατά τον Κουν, οριστική απάντηση στο ερώτημα αυτό επειδή οι επιστημονικοί όροι δεν έχουν επακριβώς κα
4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 215
θορισμένο νόημα (γι’ αυτό και αρνείται την ως άνω πρόταση 4.1[7]).
Προτού δημοσιευτεί το έργο του Κουν, ήταν διαδεδομένη μεταξύ των φιλοσόφων η πίστη ότι αυτό στο οποίο αναφέρεται ένας επιμέρους επιστημονικός όρος, ας πούμε «άτομο», καθορίζεται από ό,τι λέει η θεωρία για τα άτομα. Αν αυτό ισχύει, τότε διαφορετικές θεωρίες για τα «άτομα», οι οποίες λένε διαφορετικά πράγματα γ ι’ αυτά, στην πραγματικότητα έχουν διαφορετικό αναφορικό αντικείμενο. Αυτό ονομάζεται αναφορική ασνμμετρότητα και αποτελεί κακό οιωνό για τον ρεαλισμό επειδή υποβάλλει την ιδέα πως διαφορετικές θεωρίες για τα «ηλεκτρόνια» στην πραγματικότητα αναφέρονται σε εντελώς διαφορετικά πράγματα η κάθε μία και, ως εκ τούτου, δεν υπάρχει λόγος για να πιστεύουμε ότι η επιστήμη έχει σημειώσει πρόοδο όσον αφορά την κατανόηση της βαθύτερης φύσης των πραγμάτων. Εξ αυτού φαίνεται να συνάγεται ότι δεν είναι ένας ο τρόπος ύπαρξης του κόσμου, αλλά ο κόσμος εντός του οποίου ζούμε είναι τεχνητό κατασκεύασμα των θεωριών μας γ ι’ αυτόν. Ο Κουν, πράγματι, λέει πως «όταν αλλάζουν τα Παραδείγματα, μαζί τους αλλάζει και ο κόσμος» (Kuhn 1962: 111). Σύμφωνα με την άποψη αυτή, οι διαφορετικές γλώσσες διαφορετικών θεωριών αντιστοιχούν στους διαφορετικούς κόσμους διαφορετικών θεωριών και οι εισηγητές ανταγωνιστικών Παραδειγμάτων κατοικούν σε διαφορετικούς κόσμους. Ο κόσμος, π.χ., του Αϊνστάιν είναι κυριολεκτικά διαφορετικός από τον κόσμο του Νεύτωνα. Επομένως, δεν μπορούμε να λέμε ότι ο Κοπέρνικος ανακάλυψε ότι ο Πτολεμαίος και οι προγενέστεροι φιλόσοφοι έσφαλλαν όταν νόμιζαν πως ο Ήλιος στρέφεται περί τη Γη, επειδή η Γη του Κοπέρνικου είναι κυριολεκτικά διαφορετική από τη Γη του Πτολεμαίου.
216 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Κουν θεωρήθηκε ότι υπονομεύει την ιδέα της επιστημονικής αλήθειας, ακόμη και την ιδέα της αντικειμενικής πραγματικότητας. Στην προέκταση αυτών των ιδεών, μερικοί υποστηρίζουν, όχι ότι η επιστημονική γνώση είναι σχετική, αλλά ότι η πραγματικότητα είναι κοινωνικό κατασκεύασμα. Έτσι, π.χ., λέγεται ενίοτε ότι οι φυσικοί κυριολεκτικά κατασκευάζουν τα ηλεκτρόνια στα εργαστήριά τους. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, που ονομάζεται κοινωνική κατασκευασιοκρα- τία, τα ηλεκτρόνια έχουν το ίδιο οντολογικό καθεστώς με τα πολιτικά κόμματα ή με το έθνος κράτος, με την έννοια ότι και τα δύο υπάρχουν επειδή οι άνθρωποι πιστεύουν ότι αυτά υπάρχουν.
4.7 Ο σχετικισμός και ο ρόλος του Λόγου στην επιστήμη
Το έργο του Κουν, από τότε που είδε το φως της δημοσιότητας, προκάλεσε έντονες συζητήσεις για πολλά από τα ζητήματα που αναδείχθηκαν σε αυτό. Σε κάθε αντιπαράθεση απόψεων περί επιστήμης είναι μεγάλο το διακύ- βευμα επειδή, όπως ήδη έχω τονίσει, το τ ι θεωρείται ως επιστημονικό έχει μεγάλο αντίκτυπο στη ζωή μας. Δεν είναι απολύτως σαφές ποιες είναι οι αντιμαχόμενες πλευρές στον λεγόμενο ((πόλεμο περί της επιστήμης», δυστυχώς όμως και εδώ, όπως και σε σχέση με πολλά άλλα ζητήματα, μπορούμε να προσεγγίσουμε την εν λόγω αντιπαράθεση εξετάζοντας τις ακραίες θέσεις σε κάθε πλευρά. Από τη μια, έχουμε όσους θεωρούν την επιστήμη ως πηγή κάθε γνώσης και τη μόνη διανοητικώς νόμιμη μορφή έρευνας. Κατ’ αυτούς, δεν είναι μόνον οι διδαχές του βιβλίου της Γενέσεως που έχουν αποδειχθεί επιστημονικώς
4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 217
εσφαλμένες· εξίσου άχρηστοι είναι οι μύθοι κάθε άλλης κουλτούρας, επειδή η σύγχρονη επιστήμη παρέχει μια περιεκτική εξήγηση για τα περισσότερα φυσικά φαινόμενα, καθώς και για την ιστορία και τη γεωγραφία της Γης και ολόκληρου του σύμπαντος. Βεβαίως, οι επιστήμονες διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το τ ι ευαγγελίζονται, όμως σε κάθε βιβλιοπωλείο μπορεί κανείς να βρει κείμενα που προσφέρουν μεγάλες επιστημονικές εξηγήσεις σχετικά με τη γλώσσα, τον νου, την ηθική, την ανθρώπινη συμπεριφορά, τη δημιουργία του σύμπαντος, κ.λπ. Οι πιο ακραίοι υπέρμαχοι της επιστήμης θεωρούν ότι οι αντίπαλοί τους είναι δεισιδαίμονες και ανορθόλογοι. Από την άλλη πλευρά βρίσκονται όσοι υποστηρίζουν ότι η επιστήμη δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο, και μάλιστα μπορεί να είναι και χειρότερη -ή, τουλάχιστον, όχι καλύτερη- από τους μύθους περί της δημιουργίας του κόσμου.
Ωστόσο, είναι δυνατόν να υπερασπίσει κανείς την ορθολογικότατα της επιστήμης χωρίς να δεσμεύεται αποδεχόμενος τον αναγωγισμό αναφορικά με τον νου, την αθεΐα, την ακυρότητα κάθε άλλου είδους έρευνας, κ.ο.κ. Επιπροσθέτως, οι υπέρμαχοι της επιστημονικής ορθολο- γικότητας μπορούν κάλλιστα να επικρίνουν τις σύγχρονες πρακτικές σε μερικές ή σε όλες τις επιστήμες, όπως επίσης και να αντιμετωπίζουν με μεγάλο σκεπτικισμό την α ή τη β επιστημονική θεωρία. Όποιος διαθέτει έναν συγκροτημένο απολογισμό σχετικά με το πότε η επιστήμη διεξάγεται σωστά, είναι σε θέση να κρίνει επί τη βάσει αρχών την α ή τη β επιστημονική κοινότητα. Επί παρα- δείγματι, είναι εύλογη η άποψη πως η ελεύθερη ανταλλαγή ιδεών και πληροφοριών αποτελούν ουσιώδη γνωρίσματα της καλής επιστήμης. Κατά συνέπεια, αν τα εμπορικά συμφέροντα όσων χρηματοδοτούν το επιστημονικό
218 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ
έργο περιορίζουν την ελευθερία της επικοινωνίας ανάμεσα στους επιστήμονες, αυτό είναι κάτι που μπορεί να κρι- θεί ως αντιεπιστημονικό.
Όπως δείχνει η κατά Κουν ιστορία διαφόρων επιστημονικών επαναστάσεων, οι επιστήμονες, ως άτομα, δεν ανταποκρίνονται στα υψηλά ιδεώδη των φιλοσόφων όταν αυτοί προβάλλουν τους επιστήμονες ως υποκείμενα με μέγιστη ορθολογικότητα, που πάντοτε λαμβάνουν αποφάσεις βασιζόμενοι στα τεκμήρια και ανεξάρτητα από τα προσωπικά συμφέροντα και τους στρατηγικούς στόχους τους. Αντίθετα, σύμφωνα με τον Κουν, οι επιστήμονες συχνά προσκολλώνται σε ένα Παράδειγμα, και κάποτε μάλιστα μερικά άτομα μπορεί να κάνουν τα πάντα για να διασώσουν το Παράδειγμα που ασπάζονται ενάντια σε αντιτιθέμενα τεκμήρια, φτάνοντας ίσως και να αλλοιώνουν πειραματικά δεδομένα, να χρησιμοποιούν τη δύναμη που διαθέτουν μέσα στους θεσμούς για να καταπνίξουν τις διαφωνίες, να χρησιμοποιούν ελαττωματική συλλογιστική και ανίσχυρα επιχειρήματα για να υπερασπίσουν τα κατεστημένα, κ.τ.τ. Ενίοτε μάλιστα, καταξιωμένοι επιστήμονες αρνούνται να δεχθούν το νέο Παράδειγμα και, αντί να πείθονται με ορθολογικά επιχειρήματα, κάποια στιγμή απλώς εκλείπουν, ενώ η νέα γενιά προχωρά και αναπτύσσει τη νέα προσέγγιση. Βεβαίως, κατακριτέες συμπεριφορές και ελαττωματική συλλογιστική μοιάζει να χαρακτηρίζουν όλες τις σφαίρες της ανθρώπινης ζωής, και θα ήταν απρόσμενο να απουσιάζουν εντελώς από την επιστήμη. Προφανώς, η ιδέα πως όλοι οι επιστήμονες είναι κάτι σαν άγιοι που έχουν ως μοναδικό μέλημα την αναζήτηση της αλήθειας δεν είναι ρεαλιστική και μόνο θυμηδία μπορεί να προκαλεί. Όπως επισήμανε ο Κουν, η άσκηση της επιστήμης είναι εν πολλοίς υπόθεση ρουτίνας, που
4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 219
απαιτεί πολλές τεχνικές γνώσεις, όχι όμως κατ’ ανάγκη και πολλή κριτική σκέψη.
Οι περισσότεροι φιλόσοφοι της επιστήμης δέχονται σήμερα ότι στη διαμόρφωση των θεωριών τους περί επιστήμης απαιτείται διεξοδικό ιστορικό έργο όπου πρέπει να συνεξετάζεται το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκαν κατά το παρελθόν οι επιστημονικές θεωρίες και ότι καλό θα ήταν να μη λαμβάνονται ως κατά κυριολεξία ορθοί οι εγχειριδιακοί απολογισμοί αναφορικά με την ιστορία των επιστημών. Στις μέρες μας εξετάζεται με πολύ μεγαλύτερη προσοχή το τι όντως πράττουν οι επιστήμονες παρά το τ ι λένε ότι πράττουν. Η κατά Κουν αποδόμηση των παραδοσιακών ιδεών σχετικά με την επιστημονική μέθοδο και τη σχέση ανάμεσα στη θεωρία και στην παρατήρηση ενέπνευσε πολλούς ερευνητές στην ιστορία, την κοινωνιολογία και τη φιλοσοφία των επιστημών και της τεχνολογίας να αναλάβουν την προσεκτική μελέτη τού πώς η επιστήμη και οι σχετικές πειραματικές τεχνικές κ.τ.τ. ασκούνται εμπράκτως, ενώ πρωτύτερα η επιστημονική πρακτική συχνά δεν γινόταν αντικείμενο της έρευνας και η προσοχή εστιαζόταν στις θεωρίες.
Στο φως των όσων συζητήσαμε, μοιάζει αναπόφευκτος κάποιος σκεπτικισμός αναφορικά με την επιστημονική γνώση. Κανείς σήμερα, ούτε καν εκείνοι οι φιλόσοφοι της επιστήμης που είναι οι πιο ακραιφνείς οπαδοί του ρεαλισμού και του ορθολογισμού, δεν θα υποστήριζε ότι όλες οι κρατούσες επιστημονικές θεωρίες είναι αποδεδειγμένα και πέραν πάσης αμφιβολίας αληθείς, ούτε καν ότι όλες τους είναι πιθανώς αληθείς. Πόσο γενικευμένος όμως θα πρέπει να είναι ένας υγιής σκεπτικισμός; Το θέμα με την κανονική επιστήμη είναι πως οι ήδη υπάρχουσες ανωμαλίες εγκυμονούν, στην πραγματικότητα, κρίση. Αν ισχύει
220 ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ
κάτι τέτοιο, τότε γιατί θα πρέπει να πιστεύουμε τις εκά- στοτε βέλτιστες θεωρίες; Ο Κουν έχει κατηγορηθεί ως σχετικιστής και ως οπαδός της κατασκευασιοκρατίας· ακόμη και όσοι δεν του αποδίδουν αυτές τις απόψεις, τον κατηγορούν ότι τις ενέπνευσε σε άλλους. Ωστόσο, ο Κουν επιδίωξε να διευκρινίσει τις ιδέες του και να δείξει ότι ποτέ δεν ήταν τόσο ακραίος όσο πολλοί νομίζουν. Θα πρέπει να έχει γίνει πλέον σαφές το γιατί πολλοί φιλόσοφοι έχουν ερμηνεύσει τον Κουν ως εάν να υποστηρίζει πως οι αλλαγές στις επιστημονικές θεωρίες καθορίζονται εν μέρει από κοινωνικούς και ψυχολογικούς παράγοντες και δεν προκύπτουν μόνο από την ορθολογική αποτίμηση των τεκμηρίων. Αυτή όμως δεν μπορεί να είναι ολόκληρη η ιστορία, επειδή όντως συμβαίνουν επαναστάσεις στην επιστημονική σκέψη, ακόμη και όταν δεν είναι διόλου ευνοϊκές για το επιστημονικό κατεστημένο - αφού απαιτούν να ξαναγραφτούν τα εγχειρίδια κ.τ.τ. Επιπλέον, δεν μπορεί να γίνει εύκολα αποδεκτό ότι η αποδοχή θεωριών στην επιστήμη είναι απλώς θέμα ιδιοτροπίας, προκατάληψης, κ.λπ., αν συνυπολογιστούν οι απίστευτες επιτυχίες των επιστημονικών και των τεχνολογικών εφαρμογών τους.
Στο ύστερο έργο του ο Κουν προσπάθησε να πάρει αποστάσεις από τις ακραίες απόψεις που δεν δίνουν κανέναν ρόλο στην ορθολογικότητα σε σχέση με την επιστημονική πρόοδο και δεν επιτρέπουν την αξιολογική σύγκριση μεταξύ θεωριών που ανήκουν σε διαφορετικά Παραδείγματα. Κατά τον ύστερο Κουν, οι ακόλουθες βασικές αξίες είναι κοινές σε όλα τα Παραδείγματα:
• Μια θεωρία θα πρέπει να είναι, στο πεδίο της, εμπειρι- κώς ακριβής.
4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚΟ ΤΗ ΤΑ 221
• Μια θεωρία θα πρέπει να είναι λογικώς συνεπής σε σχέση με άλλες θεωρίες που γίνονται δεκτές.
• Μια θεωρία θα πρέπει να έχει ευρύτητα και όχι απλώς να καλύπτει τα γεγονότα για την εξήγηση των οποίων πρωτοδιατυπώθηκε.
• Μια θεωρία θα πρέπει να είναι κατά το δυνατόν απλή.
• Μια θεωρία θα πρέπει να είναι γόνιμη, με την έννοια ότι θα πρέπει να παρέχει ένα πλαίσιο για διαρκή έρευνα.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Κουν αποφεύγει τον πλήρη ανορ- θολογισμό επειδή οι εν λόγω αξίες οριοθετούν κάπως το ποιες θεωρίες μπορούν ελλόγως να δέχονται οι επιστήμονες. Από την άλλη, οι αξίες αυτές δεν αρκούν για να καθορίσουν ποιες αποφάσεις πρέπει οι επιστήμονες να λαμβάνουν στις περισσότερες ενδιαφέρουσες περιπτώσεις, επειδή οι εν λόγω αξίες ενδέχεται να έρχονται σε σύγκρουση η μία με την άλλη: μια θεωρία μπορεί να είναι απλή, αλλά να μην είναι ακριβής, ή να είναι γόνιμη, αλλά να μην είναι ευρεία, κ.ο.κ. Επιπροσθέτως, μια αξία όπως η απλότητα μπορεί να νοείται ποικιλοτρόπως, ανάλογα με τις παραδοχές υποβάθρου, κ.λπ.
Ανεξάρτητα από το αν και κατά πόσον είναι συμβατός με τη φιλοσοφία της επιστήμης κατά Κουν ένας ρόλος για την ορθολογικότητα κατά την αλλαγή θεωριών, είναι σαφές ότι η θεωρία του απειλεί να υπονομεύσει κάθε μια από τις επτά πτυχές της παραδοσιακής θεώρησης της επιστήμης με την οποία ξεκίνησα το παρόν κεφάλαιο. Η επιστήμη δεν είναι σωρευτική, επειδή οι εναλλαγές Παραδειγμάτων συνυφαίνονται με την εγκατάλειψη των παλαιών θεωριών και όχι με τη σταθερή συσσώρευση γνώσης. Η επιστήμη δεν είναι ενοποιημένη, επειδή τα πάντα εντός ενός υποκλάδου της επιστήμης εξαρτώνται από το εκάστοτε
222 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ
κυρίαρχο Παράδειγμα που γενικώς δεν είναι κοινό μεταξύ διαφορετικών επιστημών. Δεν υπάρχει ουδέτερη σκοπιά από την οποία μπορεί να αξιολογούνται οι θεωρίες και, άρα, το πλαίσιο της δικαιολόγησης είναι μια ψευδαίσθηση, όπως ψευδαίσθηση είναι και η ενιαία λογική αναφορικά με την εμπειρική δοκιμασία των θεωριών, εφόσον όλες οι κρίσεις αναφορικά με την αξία μιας θεωρίας εκφέ- ρονται εντός του εκάστοτε Παραδείγματος. Η επιστήμη δεν είναι απαλλαγμένη αξιών, επειδή κοινωνικοί και ψυχολογικοί παράγοντες διαδραματίζουν ανεξάλειπτο ρόλο στην επιλογή θεωριών και, ως εκ τούτου, δεν υπάρχει αυστηρή διάκριση ανάμεσα στις επιστημονικές θεωρίες και σε άλλα συστήματα πίστεων. Ο μόνος τρόπος που έχουμε για να ξεχωρίζουμε την επιστήμη από τη «μη επιστήμη» είναι με αναφορά στην επίλυση γρίφων που χαρακτηρίζει την κανονική επιστήμη, και στις πέντε βασικές, κατά Κουν, επιστημονικές αξίες, χωρίς ωστόσο να είναι δυνατή η σχετική ιεράρχηση των εν λόγω αξιών - ως εκ τούτου, η αναλυτική αξία τους δεν είναι μεγάλη.
Όσοι δεν πείθονται από τους πιο ριζοσπαστικούς ισχυρισμούς της κατά Κουν φιλοσοφίας της επιστήμης εξακολουθούν να πρέπει να εξηγήσουν τη φύση της επιστημονικής μεθόδου. Στο δεύτερο μέρος του ανά χείρας βιβλίου θα εξακολουθήσουν να υφέρπουν ερωτήματα σχετικά με την επιστημονική μέθοδο, ο κύριος στόχος όμως θα είναι η σύγχρονη συζήτηση για το αν πρέπει να πιστεύουμε, όχι μόνο τις εμπειρικές γενικεύσεις που εμπεριέχει η επιστήμη, αλλά και τις μη παρατηρήσιμες οντότητες και διεργασίες που περιγράφουν οι σύγχρονες επιστήμες.
4. Ε Π Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 223
Αλίκη: Δεν αρνούμαι ότι η επιστήμη αλλάζει κάποτε ριζικά, αυτό όμως δεν είναι κάτι που συμβαίνει συχνά, και εξακολουθώ να πιστεύω ότι οι σημερινές θεωρίες είναι καλύτερες από τις περασμένες.
Θωμάς: Ναι, αλλά δεν βλέπεις το προφανές - όταν οι επιστήμονες αξιολογούν θεωρίες, την κρίση τους επηρεάζουν ενίοτε οι πίστεις υποβάθρου και οι αξίες τους.
Αλίκη: Κοίτα, ασφαλώς οι κοινωνικοί παράγοντες βραχυπρόθεσμα επηρεάζουν την επιστήμη, μακροπρόθεσμα όμως κερδίζουν όσες θεωρίες είναι αληθείς.
Θωμάς: Όμως οι αποφάσεις μας για το ποιες θεωρίες είναι αληθείς δεν λαμβάνονται μηχανικά, κάνοντας πειράματα. Πρέπει να βλέπουμε πώς οι εκάστοτε θεωρίες εναρμονίζονται με την υπόλοιπη επιστήμη, και αυτό κάνει ολόκληρο το έργο της αξιολόγησης των θεωριών όχι απόλυτο, αλλά σχετικό.
Αλίκη: Ώς έναν βαθμό αυτό ίσως ισχύει, στο τέλος όμωςμια θεωρία θα δουλεύει ή δεν θα δουλεύει, κι αυτό είναι η αληθινή δοκιμασία. Εννοώ πως ο λόγος που ο κόσμος πιστεύει στα άτομα, στα μόρια και τα παρόμοια, είναι επειδή αυτό μας βοήθησε να κατασκευάσουμε υπολογιστές, να σχεδιάσουμε νέα φάρμακα και να στέλνουμε πυραύλους στη Σελήνη. Δεν μπορείς να αρνηθείς τη δύναμη της επιστήμης. Άτομα που ασπάζονται κάθε λογής αξίες χρησιμοποιούν τις θεωρίες της σύγχρονης επιστήμης γιατί αυτές δουλεύουν.
Θωμάς: Αυτό λοιπόν μένει τελικά από την επιστημονική σου μέθοδο; Ό,τι δουλεύει πρέπει να είναι σωστό.
224 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ
Πού μας θέτει αυτό αναφορικά με το Μπιγκ Μπανγκ; Δεν νομίζω να χρησιμοποιείται τόσο πολύ αυτή η θεωρία.
Αλίκη: Νομίζω πως, στην πραγματικότητα, δεν ξέρω τιαφορά η επιστημονική μέθοδος. Ίσως να αφορά περισσότερο το τι κάνουν οι επιστήμονες συνολικά όταν συζητούν ιδέες και μοιράζονται πληροφορίες, παρά το ότι κάθε επιστήμονας ως άτομο πρέπει να είναι εντελώς ανοιχτόμυαλος και να ακολουθεί μια διαδικασία. Όσο για το Μπιγκ Μπανγκ, πιστεύω σ’ αυτό επειδή ταιριάζει με τις καλύτερες θεωρίες μας και επίσης εξηγεί και προβλέπει ό,τι παρατηρούμε με τηλεσκόπια και με άλλες συσκευές.
Θωμάς: Ναι, αλλά οι θεωρίες δεν χρειάζεται να είναι αληθείς για να περιγράφουν σωστά ό,τι παρατηρούμε.
Προς μελέτη
Η κατά Κουν φιλοσοφία της επιστήμης
Hacking, I. (1983) Representing and Intervening, Εισαγωγή και Κεφάλαιο 5, Καίμπριτζ: Cambridge University Press.
Hoyningen-Huene, P. (1993) Reconstructing Scientific Revolutions: Thomas Kuhn’s Philosophy of Science, Σικάγο: University of Chicago Press.
Kuhn, T .S . (1962, 21970) The Structure of Scientific Revolutions, Σικάγο: University of Chicago Press.
Kuhn, T .S . (1977) The Essential Tension, Σικάγο: University of Chicago Press.
Lakatos, I. και Musgrave, Α. (επιμ.) (1970) Criticism and the Growth of Knowledge, Καίμπριτζ: Cambridge University Press.
Η κοπερνίκεια επανάσταση
Feyerabend, Ρ. (1977) Against Method, Λονδίνο: New Left Books.Kuhn, T .S . (1957) The Copemican Revolution: Planetary Astronomy in
the Development of Western Thought, Καίμπριτζ, MA: Harvard University Press.
Η παρατήρηση είναι έμφορτη θεωρίας
Churchland, P. (1979) Scientific Realism and the Plasticity of Mind, Καίμπριτζ: Cambridge University Press.
Couvalis, G. (1997) The Philosophy of Science: Science and Objectivity, Κεφάλαιο 1, Λονδίνο: Sage.
Feyerabend, P. (1977) Against Method, Κεφάλαια 6-11, Λονδίνο: New Left Books.
Hacking, I. (1983) Representing and Intervening, Εισαγωγή και Κεφάλαιο 5, Καίμπριτζ: Cambridge University Press.
Hanson, N.R. (1958) Patterns of Discovery, Καίμπριτζ: Cambridge University Press.
Ασνμμετρότητα
Hacking, I. (1983) Representing and Intervening, Κεφάλαιο 6, Καίμπριτζ: Cambridge University Press.
Papineau, D. (1979) Theory and Meaning, Οξφόρδη: Oxford University Press.
Shapere, D. (1981) ‘Meaning and scientific change’ , στο: I. Hacking (επιμ.) Scientific Revolutions, Οξφόρδη: Oxford University Press.
Η ορθολογικότητα της επιστήμης
Feyerabend, P. (1977) Against Method, Λονδίνο: New Left Books.Hacking, I. (επιμ.) (1981) Scientific Revolutions, Οξφόρδη: Oxford
University Press.Kitcher, P. (1993) The Advancement of Science: Science without Legend,
Objectivity without Illusions, Οξφόρδη: Oxford University Press.Laudan, L. (1977) Progress and its Problems, Μπέρκλε'ι: University of
California Press.Laudan, L. (1984) Science and Values, Μπέρκλεϊ: University of Califor
nia Press.Newton-Smith, W. (1981) The Rationality of Science, Λονδίνο: Rout-
ledge.
4. ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ 225
226 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ
Η κοινωνιολογία της επιστήμης
Barnes, Β., Bloor, D. και Henry, J . (1996) Scientific Knowledge: A Sociological Analysis, Λονδίνο: Athlone.
Merton, R.K. (1973) The Sociology of Science, Σικάγο: University of Chicago Press.
Κατασκευασιοκρατία
Kukla, A. (2000) Social Constructivism, and the Philosophy of Science, Λονδίνο: Routledge.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΡΕΑΛΙΣΜΟΣ: ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ