d y u A ^ 'A is P Ιλΐ^οsophij o·^ 4•πιστημονικές...Η επιστημονική...

28
dyuA^'A is P Ιλ ΐ^οsophij o·^ Sci-ex^c 4 ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΑΟΓΙΚΟΤΗΤΑ Η επιστημονική μέθοδος υποτίθεται ότι είναι ορθολογι- κή και ότι μας δίνει αντικειμενική γνώση για τον κόσμο. Όταν λέμε ότι η επιστημονική γνώση είναι αντικειμενι- κή, εννοούμε πως δεν είναι προϊόν ατομικής ιδιοτροπίας και ότι αξίζει να την πιστεύουν όλοι, ανεξάρτητα από τις άλλες πίστεις και αξίες τους. Έτσι, λ.χ., αν είναι αντικει- μενικό γεγονός ότι το κάπνισμα προκαλεί καρκίνο ή ότι τα μέταλλα όταν θερμαίνονται διαστέλλονται, τότε θα πρέπει αυτά να τα πιστεύουν οι άθεοι και οι θρησκευόμε- νοι, οι συντηρητικοί και οι φιλελεύθεροι, οι καπνιστές και οι μη καπνιστές, αν θέλουν να είναι ορθολογικοί. Η ανα- ζήτηση της επιστημονικής μεθόδου μάς οδήγησε από τον απλοϊκό επαγωγισμό του Μπέικον, που αποτελεί μια θεωρητική ανάλυση σχετικά με το πώς μπορεί κανείς να αναπτύξει μια επιστημονική θεωρία, στη διαψευσιοκρα- τία κατά Πόπερ, που αφορά αποκλειστικά την εμπειρι- κή δοκιμασία των επιστημονικών θεωριών, αφότου αυτές έχουν συσταθεί. Όπως είδαμε στο τέλος του προηγούμενου κεφαλαίου, μια πιο εκλεπτυσμένη μορφή επαγωγισμού συνδυάζει τη διάκριση ανάμεσα στο πλαίσιο της ανακάλυψης και στο πλαίσιο της δικαιολόγησης αφενός, αφετέρου την άποψη

Transcript of d y u A ^ 'A is P Ιλΐ^οsophij o·^ 4•πιστημονικές...Η επιστημονική...

Page 1: d y u A ^ 'A is P Ιλΐ^οsophij o·^ 4•πιστημονικές...Η επιστημονική μέθοδος υποτίθεται ότι είναι ορθολογι κή και

d y u A ^ 'A is P Ιλΐ ^ ο s o p h i j o·^ S c i - e x ^ c

4Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Σ Ε ΙΣ Κ Α Ι Ο Ρ Θ Ο Α Ο Γ ΙΚ Ο Τ Η Τ Α

Η επιστημονική μέθοδος υποτίθεται ότι είναι ορθολογι­κή και ότι μας δίνει αντικειμενική γνώση για τον κόσμο. Όταν λέμε ότι η επιστημονική γνώση είναι αντικειμενι­κή, εννοούμε πως δεν είναι προϊόν ατομικής ιδιοτροπίας και ότι αξίζει να την πιστεύουν όλοι, ανεξάρτητα από τις άλλες πίστεις και αξίες τους. Έτσι, λ.χ., αν είναι αντικει­μενικό γεγονός ότι το κάπνισμα προκαλεί καρκίνο ή ότι τα μέταλλα όταν θερμαίνονται διαστέλλονται, τότε θα πρέπει αυτά να τα πιστεύουν οι άθεοι και οι θρησκευόμε­νοι, οι συντηρητικοί και οι φιλελεύθεροι, οι καπνιστές και οι μη καπνιστές, αν θέλουν να είναι ορθολογικοί. Η ανα­ζήτηση της επιστημονικής μεθόδου μάς οδήγησε από τον απλοϊκό επαγωγισμό του Μπέικον, που αποτελεί μια θεωρητική ανάλυση σχετικά με το πώς μπορεί κανείς να αναπτύξει μια επιστημονική θεωρία, στη διαψευσιοκρα- τία κατά Πόπερ, που αφορά αποκλειστικά την εμπειρι­κή δοκιμασία των επιστημονικών θεωριών, αφότου αυτές έχουν συσταθεί.

Όπως είδαμε στο τέλος του προηγούμενου κεφαλαίου, μια πιο εκλεπτυσμένη μορφή επαγωγισμού συνδυάζει τη διάκριση ανάμεσα στο πλαίσιο της ανακάλυψης και στο πλαίσιο της δικαιολόγησης αφενός, αφετέρου την άποψη

Page 2: d y u A ^ 'A is P Ιλΐ^οsophij o·^ 4•πιστημονικές...Η επιστημονική μέθοδος υποτίθεται ότι είναι ορθολογι κή και

174 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ

ότι, στην επιστήμη, τα τεκμήρια δεν μας δίνουν θετι­κούς λόγους για να πιστεύουμε τις επιστημονικές θεω­ρίες και τις γενικεύσεις που μπορούμε να συναγάγουμε από τις θεωρίες σχετικά με τη μελλοντική συμπεριφορά των πραγμάτων. Ο εκλεπτυσμένος επαγωγισμός, όπως άλλωστε και η διαψευσιοκρατία, απομακρύνεται από τον απλοϊκό επαγωγισμό, καθώς δίνει σημαντικό ρόλο σε μη ορθολογικούς παράγοντες κατά την ανάπτυξη της επιστή­μης. Όπως είδαμε, τους επιστήμονες, όταν αναπτύσσουν νέες θεωρίες, μπορεί τελικά να τους εμπνέουν τα όνειρα, οι θρησκευτικές και οι μεταφυσικές πεποιθήσεις τους, ακό­μη και η τυφλή προσήλωση σε προκαταλήψεις. Για τον λόγο αυτόν, το πλαίσιο της ανακάλυψης δεν εμπίπτει στο πεδίο της ορθολογικότητας. Το πλαίσιο όμως της δικαιο- λόγησης το διέπουν οι περιορισμοί της ορθολογικότητας και αυτό, υποτίθεται, εγγυάται την αντικειμενικότητα της επιστημονικής γνώσης.

Οι κυριότεροι αντίπαλοι του Πόπερ στη φιλοσοφία της επιστήμης, έως τα μέσα του 20ού αιώνα, υποστήρι­ζαν εκλεπτυσμένες εκδοχές του επαγωγισμού (που συχνά συνυφαίνονταν με μαθηματικές θεωρίες στατιστικής και πιθανοτήτων). Η παραδεδεγμένη μάλιστα άποψη στην (αγγλόφωνη) φιλοσοφία της επιστήμης μετά τον Β' Παγ­κόσμιο Πόλεμο, γνωστή με το όνομα λογικός εμπειρισμός (συγγενής και διάδοχος του λογικού θετικισμού), είχε εγκολπωθεί και μια δέσμευση υπέρ μιας εκδοχής εκλε­πτυσμένου εμπειρισμού. Ένας από τους εξέχοντες λογι­κούς εμπειριστές ήταν ο Κάρναπ και (ακολουθώντας εν προκειμένω τον Λάκατος 1968: 181) μπορούμε να εκφρά- σουμε συνοπτικά τη διαφορά ανάμεσα στον Χιουμ, τον Πόπερ και τον Κάρναπ ως εξής: κατά τον Χιουμ, η επι­στήμη ήταν επαγωγική και ανορθόλογη· κατά τον Πόπερ

4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 175

ήταν μη επαγωγική και ορθολογική· κατά τον Κάρναπ, η επιστήμη ήταν επαγωγική και ορθολογική.

Ωστόσο, κατά τη δεκαετία του 1960 σοβούσε κρίση στη φιλοσοφία της επιστήμης όσον αφορά τον ρεαλισμό και την ορθολογικότητα, κρίση που ακόμη αναμένει λύση. Πολλοί τώρα αμφισβητούν την ορθολογικότητα και την αντικειμενικότητα της επιστημονικής γνώσης, εν πολλοίς λόγω ιδεών που πρωτοαναδείχθηκαν με το έργο του ιστο­ρικού και φιλόσοφου της επιστήμης Τόμας Κουν (Thomas Kuhn, 1922-1996), που μπορεί δικαιολογημένα να θεωρηθεί ότι πρωτοστάτησε στη δημιουργία της κρίσης. Σε αντί­θεση με τους τρεις προαναφερθέντες στοχαστές, ο Κουν μοιάζει να υποστηρίζει ότι η επιστήμη δεν είναι ούτε επα­γωγική ούτε ορθολογική. Το παρόν κεφάλαιο αφορά κυ­ρίως την ανάλυση που εισηγήθηκε ο Κουν σχετικά με την αλλαγή στην επιστήμη και τα συναφή προβλήματα. Πρώ­τα όμως ας διατυπώσουμε κάπως διεξοδικότερα την πα­ραδεδεγμένη άποψη την οποία υπονόμευσε ο Κουν.

4.1 Η στερεότυπη άποψη περί επιστήμης

Ο Πόπερ από τη μία πλευρά και λογικοεμπειριστές όπως ο Κάρναπ και ο Ράιχενμπαχ από την άλλη, διαφωνούσαν για το ποια είναι η ορθή απόκριση στο πρόβλημα της επα­γωγής. Κατά τον Πόπερ, το πρόβλημα δείχνει ότι η επι­βεβαίωση είναι αδύνατη, ενώ ο Κάρναπ και ο Ράιχενμπαχ θεωρούσαν πως το πρόβλημα μπορούσε να λυθεί αν ήταν δυνατόν να εξομαλυνθούν οι λογικο-μαθηματικές, τυπι­κές λεπτομέρειες μιας επακριβούς λογικής της επιβεβαί­ωσης. Ο Πόπερ διαφωνούσε επίσης με τους λογικούς θετι- κιστές (στους οποίους συγκαταλέγονταν για ένα διάστη­μα ο Κάρναπ και ο Ράιχενμπαχ) σχετικά με το κριτήριο

Page 3: d y u A ^ 'A is P Ιλΐ^οsophij o·^ 4•πιστημονικές...Η επιστημονική μέθοδος υποτίθεται ότι είναι ορθολογι κή και

176 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ

οροθέτησης της επιστήμης και της διάκρισής της από τη μη επιστήμη. Οι θετικιστές επιδίωκαν να οριοθετήσουν ό,τι έχει νόημα και να το διακρίνουν από ό,τι στερείται νοήματος' προς τούτο υποστήριζαν ότι το (γνωστικό) νό­ημα μιας πρότασης το καθορίζει ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να επιβεβαιωθεί η εκάστοτε πρόταση. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, το νόημα μιας πρότασης όπως, λ.χ., «η θερμοκρασία του αερίου είναι 100° Κελσίου» το προσ­διορίζει πλήρως η εξειδίκευση των πειραματικών συνθη­κών που θα πρέπει να πραγματώνονται προκειμένου να μπορεί κανείς να βεβαιώνει δικαιολογημένα ότι η πρότα­ση είναι αληθής (π.χ., το ότι αν ένα θερμόμετρο ερχόταν σε επαφή με το αέριο θα έδινε την αντίστοιχη ένδειξη). Θα επανέλθουμε στον λογικό θετικισμό στο επόμενο κε­φάλαιο. Το ποπεριανό κριτήριο οριοθέτησης δεν αφορά το νόημα επειδή η πρόταση «υπάρχει μαύρος κύκνος» έχει σαφώς νόημα παρότι δεν είναι διαψεύσιμη. Ωστόσο, πα­ρά τις σημαντικές διαφωνίες, ο Πόπερ, οι λογικοί θετι- κιστές και οι λογικοί εμπειριστές συμμερίζονταν πολλές απόψεις για τη φύση της επιστήμης. Σ ’ αυτές συγκαταλέ­γονται οι ακόλουθες:

(ΐ) Η επιστήμη είναι σωρεντική. Δηλαδή, οι επιστήμο­νες βασίζονται στα επιτεύγματα των προκατόχων τους και η πρόοδος στην επιστήμη συνίσταται σε σταθερή αύξηση της γνώσης για τον κόσμο. Αυτό το χαρακτηριστικό της επιστήμης έρχεται σε σα­φή αντίθεση προς άλλες δραστηριότητες όπως η τέ­χνη, η λογοτεχνία και η φιλοσοφία, όπου υπάρχει πρόοδος, όμως με πολύ πιο χαλαρή και αμφιλεγό­μενη έννοια.

4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚΟ ΤΗ ΤΑ 177

(2) Η επιστήμη είναι ενιαία κατά το ότι υπάρχει ένα σύνολο από θεμελιώδεις μεθόδους για όλες τις επι­στήμες και κατά το ότι τουλάχιστον οι φυσικές επι­στήμες είναι όλες αναγώγιμες τελικά στη φυσική. Ο αναγωγισμός είναι σήμερα πολύ αμφιλεγόμενη άποψη, η ιδέα όμως είναι ότι, αφού τα πάντα στον κόσμο αποτελούνται από τα ίδια βασικά συστατικά σε διάφορους πολύπλοκους συνδυασμούς, οι νόμοι της βιολογίας θα πρέπει να προκύπτουν από τους νόμους της χημείας και οι νόμοι της χημείας από τους νόμους της φυσικής.

(3) Τπάρχει μια γνωσιολογικώς κρίσιμη διάκριση ανά­μεσα στο πλαίσιο της ανακάλυψης και στο πλαίσιο της δικαιολόγησης. Τα τεκμήρια τα σχετικά με την επιστημονική γνώση θα έπρεπε να αξιολογούνται χωρίς αναφορά στην αιτιακή καταγωγή των εκά­στοτε θεωριών ή των παρατηρήσεων. Με άλλα λό­για, το ποιος έκανε την α ή τη β παρατήρηση και το πότε προτάθηκε μια θεωρία και από ποιον και για ποιον λόγο, είναι άσχετα όσον αφορά το ερώτημα κατά πόσον οι παρατηρήσεις παρέχουν τεκμήρια υπέρ της θεωρίας.

(4) Σε όλες τις επιστημονικές αξιολογήσεις σχετικά με τα τεκμήρια υπέρ μιας υπόθεσης ενυπάρχει ως υπόβαθρο μια λογική της επιβεβαίωσης ή της διά­ψευσης. Τέτοιου είδους αξιολογήσεις είναι απαλ­λαγμένες από αξιολογικές κρίσεις, με την έννοια ότι δεν εξαρτώνται από τις προσωπικές, μη επιστημο­νικές, απόψεις και δεσμεύσεις των επιστημόνων.

Page 4: d y u A ^ 'A is P Ιλΐ^οsophij o·^ 4•πιστημονικές...Η επιστημονική μέθοδος υποτίθεται ότι είναι ορθολογι κή και

178 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ

(5) Υπάρχει, σαφής διάκριση (οριοθέτηση) ανάμεσα στις επιστημονικές θεωρίες και σε άλλα είδη συστη­ματικών πεποιθήσεων.

(6) Τπάρχει σαφής διάκριση ανάμεσα στους παρατηρη- σιακούς και στους θεωρητικούς όρους, καθώς και ανά­μεσα στις θεωρητικές δηλώσεις και στις δηλώσεις που περιγράφουν τα αποτελέσματα των πειραμά­των. Η παρατήρηση και το πείραμα αποτελούν ένα ουδέτερο θεμέλιο της επιστημονικής γνώσης ή του­λάχιστον της εμπειρικής δοκιμασίας των επιστημο­νικών θεωριών.

(7) Οι επιστημονικοί όροι έχουν καθορισμένο και ακρι­βές νόημα.

Οι ως άνω θέσεις ενυπάρχουν και σε ευρύτερα αποδεκτές απόψεις για τη φύση της επιστήμης. Ωστόσο, κάθε μια από αυτές συγκρούεται με την κατά Κουν φιλοσοφία της επιστήμης. Στα επόμενα τμήματα του παρόντος κεφα­λαίου θα δούμε τις απόψεις του Κουν και θα εξετάσου­με αν κάτι, και τ ι ακριβώς, μπορεί να επιβιώσει από την εικόνα της επιστήμης που αποτυπώνεται στις θέσεις (ΐ) έως (7), μετά από την κριτική που άσκησε ο Κουν. Στην πορεία, θα επανέλθουμε σε μερικά ζητήματα που αναδεί- χθηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια, και αυτό θα προλειά- νει περαιτέρω το έδαφος για τη συζήτηση που θα ακολου­θήσει σχετικά με τον επιστημονικό ρεαλισμό.

4.2 Η κατά Κουν επαναστατική ιστορία της επιστήμης

Ο Κουν ήταν φυσικός και ενδιαφερόταν για την ιστορία της επιστήμης και ειδικότερα για την κοπερνίκεια επανά-

4. Ε Π Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 179

στάση. Σύμφωνα με τη συνήθη άποψη, όπως ο Κουν την έβρισκε διατυπωμένη σε εγχειρίδια και σε ιστορικά και φιλοσοφικά έργα, η κοπερνίκεια επανάσταση, και ειδικά η διαφωνία ανάμεσα στον Γαλιλαίο και την Καθολική Εκ­κλησία, ήταν μια μάχη ανάμεσα στον Λόγο και το πείρα­μα αφενός, τη δεισιδαιμονία και το θρησκευτικό δόγμα αφετέρου. Πολλοί ιστορικοί και επιστήμονες άφηναν να εννοηθεί πως ο Γαλιλαίος και άλλοι είχαν βρει πειραμα­τικά δεδομένα που απλώς έρχονταν σε αντίθεση με την αριστοτελική κοσμοαντίληψη. Ο Κουν συνειδητοποίησε ότι η κατάσταση ήταν σημαντικά πιο πολύπλοκη και υπο­στήριζε ότι η ιστορία αυτής της επανάστασης, όπως και άλλων επιστημονικών επαναστάσεων, ήταν ασύμβατη με τη συνήθη επαγωγιστική και διαψευσιοκρατική θεώρηση της επιστημονικής μεθόδου. Στο βιβλίο του The Structure of Scientific Revolutions (1962 ’ μτφρ. στην ελληνική: Η δο­μή των επιστημονικών επαναστάσεων, 52008) ο Κουν εισηγή- θηκε έναν ριζικά διαφορετικό τρόπο σκέψης σχετικά με την επιστημονική μεθοδολογία και γνώση και άλλαξε την πρακτική της ιστορίας της επιστήμης. Η φιλοσοφία του για την επιστήμη επηρέασε τους ακαδημαϊκούς κύκλους, από τη θεωρία της λογοτεχνίας έως την επιστήμη διοίκη­σης των επιχειρήσεων, και απ’ ό,τι φαίνεται ο Κουν, με την επιρροή που άσκησε, επέβαλε την ευρεία χρήση του όρου «Παράδειγμα» [“paradigm”].

Κατά τον Κουν, οι αναλύσεις που εισηγούνται πολλοί επιστήμονες σχετικά με την ιστορία του αντικειμένου τους απλουστεύουν και διαστρεβλώνουν την πραγματική ιστορία της ανάπτυξης και της αλλαγής των θεωριών. Συ­χνά αυτό συμβαίνει επειδή οι συνοπτικές παρουσιάσεις της εξέλιξης ενός επιστημονικού κλάδου αποσκοπούν μάλλον στη δικαιολόγηση των σύγχρονων θεωριών παρά

Page 5: d y u A ^ 'A is P Ιλΐ^οsophij o·^ 4•πιστημονικές...Η επιστημονική μέθοδος υποτίθεται ότι είναι ορθολογι κή και

180 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ

στην πιστή αναπαράσταση της πολύπλοκης ιστορικής διαδρομής. 0 Κουν, τη σχέση ανάμεσα στις εγχειριδια- κές ιστορίες των επιστημών και στο τ ι πράγματι συνέβη τη συγκρίνει με τη σχέση ανάμεσα σε έναν τουριστικό οδηγό και στο τ ι είναι στην πραγματικότητα μια χώρα και ο πολιτισμός της. Προφανώς, οι τουριστικοί οδηγοί εστιάζονται στις όψεις των τόπων που θέλει να προβάλλει η τουριστική βιομηχανία, λ.χ. τα μουσεία και την κουλ­τούρα των μοδάτων καφέ, και περιορίζουν στο ελάχιστο ή παραλείπουν εντελώς την αναφορά στις όψεις εκείνες που κρίνεται προτιμότερο να αποσιωπούνται, οπως τα ρημαγμένα κτίρια και τα άσυλα για τους αστέγους. Το χρονικό της κοπερνίκειας επανάστασης, όπως και εκείνο άλλων επιστημονικών επαναστάσεων, συχνά παρουσιά­ζεται ως θρίαμβος του Λόγου και του πειράματος επί της δεισιδαιμονίας και του μύθου. Ωστόσο, ο Κουν υποστηρί­ζει ότι: «Αν αυτές οι παρωχημένες πίστεις πρόκειται να ονομάζονται μύθοι, τότε οι μύθοι είναι δυνατόν να παρά- γονται με τα ίδια είδη μεθόδων και να γίνονται δεκτοί για τα ίδια είδη λόγων που τώρα οδηγούν στην επιστημονική γνώση» (Κουν 1962: 2). Ο Κουν συνεχίζει επισημαίνοντας ότι όσες πίστεις έχουν εγκαταλειφθεί δεν παύουν εξ αυ­τού να είναι επιστημονικές· ως εκ τούτου, υποστηρίζει, η ιστορία της επιστήμης δεν συνίσταται στη σταθερή συσ­σώρευση γνώσης, αλλά συνυφαίνεται συχνά με την ολο­κληρωτική εγκατάλειψη των παλαιών θεωριών.

Μπορούμε ήδη να διακρίνουμε γιατί ο Κουν διαφωνεί με τις προαναφερθείσες θέσεις (ΐ) και (5), όμως ο Κουν προβάλλει ακόμη πιο τολμηρούς ισχυρισμούς όσον αφορά την επιστημονική γνώση. Όπως είδαμε στο προηγούμε­νο κεφάλαιο, το πρόβλημα Ντυέμ-Κουάιν δείχνει πως η δοκιμασία των θεωριών δεν είναι τόσο άμεση όσο συχνά

4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚΟ ΤΗ ΤΑ 181

υπονοείται, επειδή, όταν το πείραμα συγκρούεται με μια επιστημονική θεωρία, αφ’ εαυτής η Λογική δεν λέει ποια συνιστώσα του θεωρητικού συστήματος πάσχει. Η παρα­τήρηση και το πείραμα οπωσδήποτε περιορίζουν τις επι­στημονικές πίστεις, ωστόσο δεν τις καθορίζουν πλήρως. Ως εκ τούτου, υποστηρίζει ο Κουν: «Ένα κατά τα φαι­νόμενα αυθαίρετο στοιχείο, σε συνδυασμό με προσωπι­κές και ιστορικές συμπτώσεις, είναι πάντοτε γενεσιουρ­γό συστατικό των πίστεων που ενστερνίζεται δεδομένη επιστημονική κοινότητα σε δεδομένη ιστορική περίοδο» (Κουν 1962: 4).

Κατά τον Κουν, η αξιολόγηση των θεωριών εξαρτά- ται από τοπικές ιστορικές περιστάσεις και η προτεινόμε- νη από αυτόν ανάλυση της σχέσης ανάμεσα στη θεωρία και στην παρατήρηση αφήνει να εννοηθεί ότι οι θεωρίες «μολύνουν» τα δεδομένα σε τέτοιο βαθμό ώστε κανένας τρόπος συλλογής παρατηρήσεων δεν μπορεί να είναι πο­τέ θεωρητικώς ουδέτερος και αντικειμενικός. Κατά συνέ­πεια, ο βαθμός επιβεβαίωσης που ένα πείραμα παρέχει σε μια υπόθεση δεν είναι αντικειμενικός ούτε υπάρχει μία και μόνο λογική σχετική με τη δοκιμασία θεωριών τέτοια που να μπορεί να χρησιμοποιείται για να προσδιορίζεται ποια θεωρία δικαιολογείται σε μεγαλύτερο βαθμό από τα τεκ­μήρια. Αντιθέτως, πιστεύει ο Κουν, οι αξίες των επιστη­μόνων συμβάλλουν στο να καθορίζεται, όχι μόνο το πώς οι καθέκαστον επιστήμονες αναπτύσσουν νέες θεωρίες, αλλά και το ποιες θεωρίες εκλαμβάνει ως δικαιολογημέ­νες η επιστημονική κοινότητα συνολικά. Αυτές οι απόψεις του Κουν αποτελούν άρνηση των θέσεων (2), (3), (5) και(6)' όπως θα δούμε, ο Κουν αρνείται και τη θέση (7). Στα επόμενα τμήματα του παρόντος κεφαλαίου θα εξηγήσω

Page 6: d y u A ^ 'A is P Ιλΐ^οsophij o·^ 4•πιστημονικές...Η επιστημονική μέθοδος υποτίθεται ότι είναι ορθολογι κή και

182 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ

ουσιώδεις λεπτομέρειες της φιλοσοφίας της επιστήμης όπως την εννοεί ο Κουν.

4.3 Παραδείγματα και κανονική επιστήμη

Η πιο θεμελιώδης έννοια στη φιλοσοφία του Κουν είναι ίσως η έννοια «επιστημονικό Παράδειγμα». Ο Κουν δεν παραθέτει ακριβή ορισμό του εν λόγω όρου, και μάλιστα ενίοτε μοιάζει ο όρος να έχει πολύ ευρύ νόημα, μπορού­με ωστόσο να εντοπίσουμε δύο στενά αλληλένδετες χρή­σεις - το Παράδειγμα ως επιστημονικό υπόβαθρο και ως υπόδειγμα. Ο Κουν υποστηρίζει ότι προτού μπορέσει να εκκινήσει η επιστημονική έρευνα σε ένα γνωστικό πεδίο, η αντίστοιχη επιστημονική κοινότητα πρέπει να συμφω­νήσει σχετικά με τις απαντήσεις σε θεμελιώδη ερωτήμα­τα σχετικά, π.χ. με το ποια είδη πραγμάτων υπάρχουν στο σύμπαν πώς αυτά αλληλεπιδρούν και πώς επιδρούν στις αισθήσεις μας- ποια είδη ερωτημάτων μπορεί νο- μίμως να τίθενται σχετικά με τα εκάστοτε πράγματα- ποιες τεχνικές είναι οι ενδεδειγμένες για να δίδονται απαντήσεις στα εκάστοτε ερωτήματα* τ ι λογίζεται ως τεκμήριο υπέρ μιας θεωρίας· ποια είναι τα καίρια ερω­τήματα στην εκάστοτε επιστήμη· τ ι λογίζεται ως λύση ενός προβλήματος· τ ι λογίζεται ως εξήγηση ενός φαινο­μένου, κ.ο.κ.

Το επιστημονικό υπόβαθρο είναι ένα σύνολο από απαν­τήσεις σε τέτοιου είδους ερωτήματα, το οποίο οι επιστή­μονες μαθαίνουν κατά την εκπαίδευση που τους προετοι­μάζει για την έρευνα και που παρέχει το πλαίσιο εντός του οποίου ασκείται η επιστήμη. Σημαντικό είναι το ότι διαφορετικές πτυχές του επιστημονικού υποβάθρου μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο ρητές και ορι­

4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 183

σμένα μέρη του αποτελούνται από τις αξίες που μοιρά­ζονται οι επιστήμονες, με την έννοια ότι οι επιστήμονες προτιμούν ορισμένα είδη εξηγήσεων έναντι άλλων, κ.ο.κ. Σημαντικό είναι επίσης το ότι μερικές πτυχές του υπο­βάθρου συνίστανται σε πρακτικές δεξιότητες και μεθό­δους που δεν εκφράζονται κατ’ ανάγκην λεκτικά. Κατά τούτο, τα Παραδείγματα εν μέρει διαφέρουν από τις θεω­ρίες επειδή το επιστημονικό υπόβαθρο περιλαμβάνει δε­ξιότητες που επιτρέπουν στους επιστήμονες να χειρίζον­ται τεχνικές συσκευές, όπως να εστιάζουν τηλεσκόπια, καθώς και πειραματικές δεξιότητες, όπως να κρυσταλ­λώνουν ένα άλας προϊόν χημικής αντίδρασης - δεξιότη­τες που υποχρεωτικά εκμανθάνονται μέσα από την πρα­κτική πείρα (ενίοτε, τέτοιου είδους δεξιότητες ονομάζον­ται άδηλη γνώση).

Από την άλλη, τα υποδείγματα είναι εκείνα τα επιτυ­χημένα τμήματα της επιστήμης που μαθαίνουν όλοι οι νεόφυτοι επιστήμονες και που τους παρέχουν ένα μοντέ­λο για τη μελλοντική ανάπτυξη του γνωστικού αντικει­μένου τους. Όποιος είναι εξοικειωμένος με έναν σύγχρονο επιστημονικό κλάδο θα αναγνωρίζει ότι η διδασκαλία μέ­σω του παραδείγματος κατέχει σημαντικό ρόλο στην εκ­παίδευση των επιστημόνων. Τα εγχειρίδια είναι γεμάτα από τυποποιημένα προβλήματα και τις λύσεις τους, και οι φοιτητές καλούνται να ασχοληθούν με ασκήσεις που απαιτούν από αυτούς να προσαρμόζουν τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται στα παραδείγματα σε νέες καταστά­σεις. Η ιδέα εν προκειμένω είναι ότι, επαναλαμβάνοντας την εν λόγω διαδικασία, οι φοιτητές, αν έχουν την ικανό­τητα, θα μάθουν αργά ή γρήγορα πώς να εφαρμόζουν τις εκάστοτε τεχνικές σε νέα είδη προβλημάτων που κανείς έως τότε δεν έχει κατορθώσει να επιλύσει.

Page 7: d y u A ^ 'A is P Ιλΐ^οsophij o·^ 4•πιστημονικές...Η επιστημονική μέθοδος υποτίθεται ότι είναι ορθολογι κή και

184 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ

Ως παράδειγμα, ας πάρουμε το Παράδειγμα της κλα­σικής ή νευτώνειας φυσικής. Αυτό αποτελείται, κατ’ ελά- χιστον, από τα ακόλουθα στοιχεία:

• αξιακό υπόβαθρο όπου περιλαμβάνονται, λ.χ., προτι­μήσεις για αποδοτικές αιτιακές εξηγήσεις (βλ. Κεφά­λαιο ΐ) και για θεωρίες που οδηγούν σε ακριβείς πο­σοτικές και εμπειρικώς ελέγξιμες προγνώσεις έναντι όσων οδηγούν μόνο σε γενικές και ποιοτικές προγνώ­σεις·

• η μεταφυσική κοσμοεικόνα σύμφωνα με την οποία το σύμπαν συντίθεται από υλικά σωματίδια που αλληλε- πιδρούν συγκρουόμενα το ένα με το άλλο ή υπό την επί­δραση ελκτικών και απωστικών δυνάμεων που κείνται στην ευθεία που ενώνει τα σωματίδια μεταξύ τους* εδώ ανήκει η καθοδηγητική εικόνα για τον κόσμο ως γιγάν- τιος ωρολογιακός μηχανισμός·

• οι κεντρικές αρχές του Παραδείγματος είναι οι νευτώ­νειοι νόμοι της κίνησης και ο νόμος της παγκόσμιας βαρυτικής έλξης·

• οι σταθεροτυπικές μαθηματικές τεχνικές, όσες χρησι­μοποιούνται για να εφαρμόζονται οι νόμοι σε φυσικά συστήματα όπως το εκκρεμές, οι κρούσεις μεταξύ σω­ματίων, οι κινήσεις των πλανητών, καθώς και προσεγ­γίσεις που καλύπτουν την τριβή, την αντίσταση του αέ­ρα, κ.ο.κ.-

• το υπόδειγμα του έργου του Νεύτωνα Principia Mathe- matica (στον πρόλογο του οποίου δηλώνεται ρητά ότι οι νευτώνειες μέθοδοι θα αποδειχθεί ότι είναι δυνατόν να εφαρμόζονται και σε άλλες περιοχές της επιστήμης).

4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚΟ ΤΗ ΤΑ 185

Σημαντικοί στόχοι των επιστημόνων που εργάζονταν εντός του Παραδείγματος ήταν να το επεκτείνουν έτσι ώστε να εξηγεί τα ηλεκτρικά και τα μαγνητικά φαινόμε­να, το φως, καθώς και το πώς η δύναμη της βαρύτητας δρα μέσα στον χώρο, με αναφορά σε κάποιου είδους μηχα­νικές διεργασίες.

Άλλα Παραδείγματα είναι η πτολεμα'ική αστρονομία* η θεωρία του φλογιστού για την καύση (βασιζόταν στην ιδέα ότι η καύση είναι η έκλυση μιας ουσίας που ονομαζόταν «φλογιστόν»)' η χημεία κατά Ντάλτον (δηλαδή η χημική θεωρία κατά την οποία τα στοιχεία διακρίνονται το ένα από το άλλο κατά το ατομικό βάρος τους)· η θεωρία σχετι­κά με το ηλεκτρικό ρευστό (κατά την οποία ο ηλεκτρισμός είναι υλικό ρευστό)· η θεωρία του θερμογόνου αναφορικά με τη θερμότητα (κατά την οποία η θερμότητα είναι υλικό ρευστό)· η σωματιδιακή οπτική (κατά την οποία το φως είναι συλλογή από πολύ μικρά σωματίδια που κινούνται με μεγάλη ταχύτητα)· η κυματική οπτική (κατά την οποία το φως συνίσταται σε κύματα διαταραχής σε υλικό μέσον)· η σχετικιστική φυσική (κατά την οποία ο χρόνος που διαρρέ­ει μεταξύ δύο συμβάντων είναι σχετικός ως προς την κινη­τική κατάσταση του παρατηρητή ή, ακριβέστερα, ως προς το εκάστοτε σύστημα αναφοράς)- η κβαντομηχανική (κα­τά την οποία η ενέργεια που ενυπάρχει στα υλικά σώματα ή σε ηλεκτρομαγνητικά κύματα συνίσταται σε διακριτές μονάδες και δεν είναι συνεχές μέγεθος).

Ως επί το πλείστον, η επιστήμη αποτελεί αυτό που ο Κουν ονομάζει «κανονική επιστήμη», καθώς αυτή ασκεί­ται εντός παγιωμένου Παραδείγματος. Η κανονική επι­στήμη συνυφαίνεται με την επεξεργασία και την επέκτα­ση των επιτευγμάτων του εκάστοτε Παραδείγματος, π.χ. με τη συλλογή νέων παρατηρήσεων και την ενσωμάτωσή

Page 8: d y u A ^ 'A is P Ιλΐ^οsophij o·^ 4•πιστημονικές...Η επιστημονική μέθοδος υποτίθεται ότι είναι ορθολογι κή και

186 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ

τους στην παραδεδεγμένη θεωρία, και με την προσπάθεια για επίλυση ήσσονος σημασίας προβλημάτων που αντιμε­τωπίζει το Παράδειγμα. Ως εκ τούτου, λέγεται συχνά ότι η κανονική επιστήμη είναι μια δραστηριότητα ((επίλυσης γρίφων», όπου οι κανόνες για την επίλυση των γρίφων εί­ναι αυστηροί και καθορίζονται από το Παράδειγμα. Στα παραδείγματα κανονικής επιστήμης συγκαταλέγονται η αναζήτηση της χημικής δομής γνωστών ουσιών, η δια­τύπωση λεπτομερέστερων προβλέψεων και ο πειραματι­κός προσδιορισμός της τροχιάς των πλανητών και άλλων ουράνιων σωμάτων, η χαρτογράφηση του DNA ορισμένου βακτηριδίου, κ.ο.κ.

Κατά τον Κουν, η καθημερινή πρακτική της επιστή­μης είναι, εν πολλοίς, μια μάλλον συντηρητική δραστηριό­τητα, στον βαθμό που -κατά τις περιόδους της κανονικής επιστήμης- οι επιστήμονες δεν θέτουν εν αμφιβόλω τις θεμελιώδεις αρχές του κλάδου τους. Ο Κουν επικρίνει την ποπεριανή διαψευσιοκρατία, κατά την οποία οι επιστήμο­νες απορρίπτουν και οφείλουν να απορρίπτουν όποια θε­ωρία έχει ανασκευαστεί. Δεν είναι αλήθεια, υποστηρίζει ο Κουν, ότι η γνώση σχετικά με διαψευστικά τεκμήρια είναι ικανή να ωθήσει τους περισσότερους επιστήμονες να εγκαταλείψουν τις προσφιλείς τους θεωρίες. Όπως υπο­στήριξα στο προηγούμενο κεφάλαιο (τμήμα 3.5, σημείο[5]), οι επιστήμονες συχνά είναι πιστοί στις θεωρίες τους και ενίοτε μετέρχονται κάθε είδους στρατηγική για να τις σώσουν από την ανασκευή, αντί απλώς να τις εγκαταλεί­πουν. Αν ένα Παράδειγμα είναι επιτυχημένο και μοιάζει ικανό να εξηγεί το μεγαλύτερο μέρος των φαινομένων εντός του πεδίου του και αν οι επιστήμονες εξακολουθούν να σημειώνουν πρόοδο επιλύοντας προβλήματα και επεκ- τείνοντας τις εμπειρικές εφαρμογές του Παραδείγματος,

4. Ε Π Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 187

τότε οι περισσότεροι επιστήμονες απλώς υποθέτουν πως ανωμαλίες που μοιάζουν αθεράπευτες, αργά ή γρήγορα θα επιλυθούν. Δεν εγκαταλείπουν το Παράδειγμα μόνο και μόνο επειδή αυτό συγκρούεται με μερικά από τα τεκμή­ρια. Αυτό είναι ίσως δικαιολογημένο: στο κάτω κάτω, αν ένα Παράδειγμα είχε στο παρελθόν μεγάλες επιτυχίες και αντιμετώπισε αποτελεσματικά παλαιότερες ανωμαλίες, τότε, με δεδομένη την τεράστια επένδυση χρόνου και πό­ρων που έχει απαιτηθεί εντός του Παραδείγματος, είναι ασφαλώς εύλογο να εξακολουθήσει να γίνεται δεκτό με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή η ανωμαλία θα επιλυθεί. Όπως λέει ο Κουν: «Επιστήμων που κάθε τόσο σταματάει για να εξετάσει κάθε ανωμαλία που σημειώνει, σπανίως θα παραγάγει σημαντικό έργο» (Κουν 1962: 82).

Ενίοτε, όμως, οι επιστήμονες συνειδητοποιούν ότι με­ρικές ανωμαλίες παραμένουν, όσες προσπάθειες και να έχουν καταβληθεί προς επίλυσή τους. Αυτού του είδους οι ανωμαλίες μπορεί να εμφανίζονται ως εννοιολογικά πα­ράδοξα ή ως πειραματικές διαψεύσεις. Ακόμη όμως και αυτές δεν οδηγούν κατ’ ανάγκη σε αμφισβήτηση των βα­σικών παραδοχών του εκάστοτε Παραδείγματος. Όταν όμως συσσωρευτούν αρκετές σοβαρές ανωμαλίες, τότε μερικοί -συχνά νεότεροι σε ηλικία ή ανορθόδοξοι- επιστή­μονες αρχίζουν να αμφισβητούν μερικές από τις θεμελιώ­δεις παραδοχές του Παραδείγματος και ενδεχομένως αρ­χίζουν να διατυπώνουν εικασίες για εναλλακτικές υπο­θέσεις. Αυτό συνιστά την αναζήτηση νέου Παραδείγμα­τος, δηλαδή ενός νέου τρόπου εννόησης του κόσμου. Αν κάτι τέτοιο συμβεί όταν η επιτυχημένη έρευνα εντός του Παραδείγματος αρχίζει να κάμπτεται, όλο και περισσό­τεροι επιστήμονες μπορεί να αρχίζουν να εστιάζουν την προσοχή στις ανωμαλίες και η ιδέα πως το Παράδειγμα

Page 9: d y u A ^ 'A is P Ιλΐ^οsophij o·^ 4•πιστημονικές...Η επιστημονική μέθοδος υποτίθεται ότι είναι ορθολογι κή και

188 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ

είναι σε «κρίση» μπορεί να αρχίσει να επικρατεί στην επι­στημονική κοινότητα.

Κατά τον Κουν, οι κρίσεις είναι κάτι σπάνιο. Τα Παρα­δείγματα επικρατούν μόνο αν είναι αρκετά εύρωστα και ικανά να καλύπτουν τα περισσότερα φαινόμενα στο εκά- στοτε πεδίο εφαρμογής τους. Επιπλέον, οι επιστήμονες δεν μπορούν εύκολα να θέσουν εν αμφιβόλω τις θεμελιώ­δεις παραδοχές πάνω στις οποίες έχει οικοδομηθεί ένας ολόκληρος επιστημονικός κλάδος. Το πιθανότερο είναι να επέρχονται οι κρίσεις όταν οι εκάστοτε ανωμαλίες μοιάζει να επηρεάζουν άμεσα τις πιο θεμελιώδεις παραδοχές του Παραδείγματος ή όταν οι ανωμαλίες εμποδίζουν μεγά­λης πρακτικής σημασίας εφαρμογές του Παραδείγματος ή όταν το Παράδειγμα έχει γίνει στόχος κριτικής επειδή οι ανωμαλίες χρονίζουν. Αν όμως επέλθει κρίση και η επι­στημονική κοινότητα αναδεχθεί νέο Παράδειγμα, τότε έχει συμβεί «επανάσταση» ή «αλλαγή Παραδείγματος». Κατά τον Κουν, όταν συντελεστεί επανάσταση, το παλαιό Παράδειγμα αντικαθίσταται καθ’ ολοκληρίαν. Έτσι, επί παραδείγματι, κάθε μια από τις προαναφερθείσες περι­πτώσεις αποδοχής ή απόρριψης Παραδείγματος συνιστά επιστημονική επανάσταση.

Όσες και όσοι γνωρίζουν κάτι από την ιστορία των επιστημών, θα έχουν προσέξει ότι μερικές από τις, κατά Κουν, «επαναστάσεις» -όπως, λ.χ., η κοπερνίκεια επανά­σταση- μοιάζει ασφαλώς να φέρουν επαξίως το όνομα, καθώς συνυφαίνονται με ριζικές αλλαγές στα θεμέλια της επιστήμης, ενώ άλλες είναι πιο «τοπικές» και απλώς συν- υφαίνονται με την απόρριψη μιας θεωρίας εντός ενός επι- μέρους επιστημονικού υποκλάδου. Εν τούτοις όμως, ο Κουν υποστηρίζει ότι, όσον αφορά τη δομή τους, αυτές οι ήσσονες επαναστάσεις έχουν πολλά κοινά με τις μεγαλύ­

4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 189

τερες κατά την έκταση και το βάθος επαναστάσεις. Παρά­δειγμα επανάστασης ενδιάμεσης κλίμακας όσον αφορά το βάθος είναι η αντικατάσταση της θεωρίας για την καύση που επικαλείται το φλογιστόν από τη θεωρία για την καύ­ση που επικαλείται το οξυγόνο. Το φλογιστόν υποτίθεται ότι ήταν μια ουσία που εκλύουν τα υλικά όταν καίονται. Τα περισσότερα πράγματα, όπως, λ.χ., το ξύλο, όταν καίονται χάνουν βάρος, σύμφωνα με όσα απαιτεί η φλο­γιστική θεωρία, μερικών όμως μετάλλων το βάρος αυξά­νεται όταν καίονται κι αυτό συνιστούσε ανωμαλία για τη φλογιστική θεωρία. Οι περισσότεροι όμως χημικοί τον 18ο αιώνα δεν θεωρούσαν το γεγονός αυτό ως ικανό λόγο για να εγκαταλείψουν τη φλογιστική θεωρία, και αυτήν χρησιμοποιούσαν ευρέως οι πειραματιστές που ανέπτυσ­σαν ποικίλες μεθόδους για να παράγουν διάφορους τύπους «αέρων» στα εργαστήριά τους. Δυστυχώς, όλοι χρησιμο­ποιούσαν διαφορετικές εκδοχές της θεωρίας, και αυτή την πολλαπλότητα εκδοχών της θεωρίας (από την οποία έπα- σχε, κατά τον 16ο αιώνα, και η πτολεμαϊκή θεωρία για τις πλανητικές κινήσεις) ο Κουν τη χαρακτηρίζει ως ένα από τα χαρακτηριστικά συμπτώματα κρίσης. Βαθμιαία προσδιορίστηκαν όλο και περισσότερες περιπτώσεις όπου η καύση ουσιών έχει ως αποτέλεσμα αύξηση του βάρους τους· επιπλέον, το γεγονός ότι η νευτώνεια θεωρία γινό­ταν ευρύτερα αποδεκτή σήμαινε πως οι χημικοί έτειναν όλο και περισσότερο να εννοούν τη μάζα ως ποσότητα ύλης και ως εκ τούτου να θεωρούν πως αύξηση της μάζας κατά την καύση πρέπει να σημαίνει ότι μετά την καύση υπάρχει περισσότερη μάζα απ’ ό,τι πριν από την καύση.

Από την άλλη, βεβαίως, το πρόβλημα του Ντυέμ ση­μαίνει ότι τίποτε από όλα αυτά δεν αποτελεί αποχρώσα έν­δειξη ότι δεν υπάρχει φλογιστόν, κι αυτό επειδή υπάρχουν

Page 10: d y u A ^ 'A is P Ιλΐ^οsophij o·^ 4•πιστημονικές...Η επιστημονική μέθοδος υποτίθεται ότι είναι ορθολογι κή και

190 ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ

πολλές διαφορετικές επιλογές όσον αφορά την εξήγηση των σχετικών αποτελεσμάτων. Μερικοί, π.χ., θεωρούσαν ότι το φλογιστόν μπορεί να έχει αρνητικό βάρος ή ότι, κα­θώς το φλογιστόν εκλύεται από ένα καιόμενο σώμα, σω­ματίδια φωτιάς εισέρχονται στο σώμα, πράγμα που θα εξηγούσε την αύξηση του βάρους του. Παρά ταύτα, με τα χρόνια, το φλογιστικό Παράδειγμα εισήλθε σε κρίση και ωρίμασαν οι συνθήκες για να γίνει δεκτό νέο Παράδειγμα. Την ώθηση εν προκειμένω έδωσε ο χημικός Αντουάν Λα- βουαζιέ (Antoine Lavoisier, 1743-1794) που εισηγήθηκε (το 1777) τη θέση ότι δεν υπάρχει φλογιστόν και ότι η καύση συνυφαίνεται με την πρόσληψη οξυγόνου και όχι με την απώλεια φλογιστού. Η εν λόγω επανάσταση επέφερε την αντικατάσταση μιας ειδικής θεωρίας, αλλά και θεμελιώ­δη αλλαγή στις μεθόδους που θεωρούνταν ως ενδεδειγμέ- νες στα χημικά πειράματα. Έως τότε ήταν σχεδόν καθολι­κά αποδεκτή η ιδέα πως υπήρχε ένα μόνο είδος «αέρα», με διαφορετικούς όμως βαθμούς καθαρότητας. Μετά από τη χημική επανάσταση του Ααβουαζιέ έγινε αποδεκτό πως το οξυγόνο είναι απλώς ένα από τα αέρια συστατικά του κοινού ατμοσφαιρικού αέρα.

Πρέπει εδώ να τονίσουμε δύο σημεία αναφορικά με την εξήγηση των επιστημονικών επαναστάσεων, στη χημεία και σε άλλους κλάδους:

• Η ως άνω θεώρηση της επιστημονικής αλλαγής είναι εντελώς διαφορετική από την παραδοσιακή ιδέα περί σωρευτικής αύξησης της γνώσης, επειδή οι αλλαγές Παραδειγμάτων -οι επιστημονικές επαναστάσεις- συν- υφαίνονται με ολιστικές και όχι με τμηματικές αλλαγές στις επιστημονικές θεωρίες. Με άλλα λόγια, το Παρά­δειγμα δεν αλλάζει κομματιαστά, αλλά με μιαν ολική

4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 191

μετάβαση σε έναν νέο τρόπο εννόησης του κόσμου. Αυ­τό συνήθως σημαίνει έναν νέο τρόπο άσκησης της επι­στήμης καθώς και νέες πειραματικές τεχνικές κ.τ.τ.

• Επαναστάσεις επισυμβαίνουν μόνον όταν υπάρχει δια­θέσιμο νέο, βιώσιμο Παράδειγμα και όταν τυχαίνει να υπάρχουν καθέκαστον επιστήμονες ικανοί να παρου­σιάσουν τη νέα εικόνα στους συναδέλφους τους.

Ενέχει κάποια δόση ειρωνείας ότι στην ιστορία της επι­στήμης, έτσι όπως την εννοεί ο Πόπερ, οι επιστημονικές επαναστάσεις έχουν πιο κεντρικό ρόλο απ’ ό,τι τους απο­δίδει ο Κουν, επειδή κατά τον Πόπερ η επιστήμη είναι σε κατάσταση διαρκούς επανάστασης όπου τίθενται διαρ­κώς σε δοκιμασία θεμελιώδεις αρχές, και η κριτική είναι αδιάλειπτη και ανελέητη. Από την άλλη, κατά τον Κουν, οι επαναστάσεις είναι κάτι πολύ σπάνιο και η επιστήμη εί­ναι ως επί το πλείστον κανονική, κατά το ότι δεν τίθενται εν αμφιβόλω οι θεμελιώδεις αρχές και το καθημερινό έργο των επιστημόνων είναι, κατά το μάλλον και ήττον, υπόθε­ση ρουτίνας. Μπορούμε, λέει ο Πόπερ, να ανασυγκροτή­σουμε την ιστορία της επιστήμης ως μια σειρά από ορθο­λογικές αποφάσεις επιλογής ανάμεσα σε ανταγωνιστικές μεταξύ τους θεωρίες, στη βάση πειραματικών τεκμηρίων. Από την πλευρά του, ο Κουν θεωρεί πως, επειδή οι επα­ναστάσεις συνυφαίνονται με αλλαγή στο ευρύτερο πλαί­σιο εντός του οποίου κανονικά επιλύονται τα επιστημονι­κά ερωτήματα, τα τεκμήρια, αφ’ εαυτών, δεν είναι ποτέ ικανά να υποχρεώσουν τους επιστήμονες να προτιμήσουν το α Παράδειγμα έναντι του β. Μετά από μια επανάστα­ση, οι επιστήμονες διαθέτουν έναν νέο τρόπο να βλέπουν τα πράγματα και νέα προβλήματα να επιλύσουν, και τα παλαιά προβλήματα απλώς λησμονώνται ή εκπίπτουν

Page 11: d y u A ^ 'A is P Ιλΐ^οsophij o·^ 4•πιστημονικές...Η επιστημονική μέθοδος υποτίθεται ότι είναι ορθολογι κή και

192 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ

ως ασήμαντα και όχι ως επιλυθέντα. (Ως εκ τούτου, είναι ψευδής, κατά τον Κουν, η ιδέα που ενστερνίζονται τόσο ο Πόπερ όσο και οι θετικιστές, σύμφωνα με την οποία το εμπειρικό περιεχόμενο των μεταγενέστερων θεωριών οικοδομείται πάνω στο αντίστοιχο περιεχόμενο των προ- κατόχων τους.) Ο πυρήνας της διαφωνίας ανάμεσα στον Πόπερ και στον Κουν είναι ότι ο Πόπερ, από την πλευρά του, θεωρεί πως η δέσμευση υπέρ της μιας ή της άλλης θε­ωρίας είναι κατάρα για το επιστημονικό εγχείρημα, ενώ ο Κουν τονίζει πως οι περισσότεροι επιστήμονες δεσμεύο­νται, ως επί το πλείστον, υπέρ του Παραδείγματος εντός του οποίου εργάζονται, και μπροστά σε ανασκευαστικά τεκμήρια είναι μάλλον απίθανο να χρεώσουν το πρόβλημα στις θεμελιώδεις παραδοχές που ορίζουν το εκάστοτε Πα­ράδειγμα. Μόνο όταν επέλθει κρίση εξετάζουν οι επιστή­μονες το ενδεχόμενο αντικατάστασης του ίδιου του Παρα­δείγματος, και ενόσω αυτό συντελείται, στην πραγματι­κότητα, δεν υπάρχει καν επιστημονικό έργο.

Οι αξίες των επιστημόνων, υποστηρίζει ο Κουν, βαρύ­νουν στην απόφαση όσον αφορά την αποδοχή ή την απόρ­ριψη νέου Παραδείγματος. Ο Αϊνστάιν, π.χ., σε ώριμη ηλικία ήταν πεπεισμένος ότι η επιστήμη οφείλει να πα­ρέχει εξήγηση για το πώς είναι ο κόσμος και όχι απλώς εμπειρικά επαρκείς θεωρίες. Με άλλα λόγια, ο Αϊνστάιν ήταν επιστημονικός ρεαλιστής. Από την άλλη, μερικοί από τους θεμελιωτές της κβαντομηχανικής θεωρούσαν πως στόχος των φυσικών θεωριών είναι να παρέχουν τα μέσα για πρόγνωση φαινομένων' με άλλα λόγια, οι στο­χαστές αυτοί ήταν εργαλειοκράτες. Όπως αποδείχθηκε, η κβαντομηχανική αναπτύχθηκε και δεν άργησε να φανεί πως προγνωστικά είναι πολύ επιτυχής. Ωστόσο, ακόμη σήμερα, μετά από αρκετές δεκαετίες, δεν υπάρχει ευρέως

4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚΟ ΤΗ ΤΑ 193

αποδεκτή ρεαλιστική ερμηνεία της κβαντομηχανικής. Ως εκ τούτου, ο Αϊνστάιν ποτέ δεν δέχθηκε την κβαντομηχα­νική, αντίθετα από πολλούς άλλους επιστήμονες. Η δια­φωνία εν προκειμένω δεν αφορά το κατά πόσον τα εμπει­ρικά τεκμήρια στηρίζουν τη θεωρία, αλλά το πού ακριβώς έγκειται η αξία των επιστημονικών θεωριών. (Μερικοί επιστήμονες των αρχών του 20ού αιώνα λοιδορούσαν τις θεωρίες του ίδιου του Αϊνστάιν αποκαλώντας τες ((εβραϊ­κή φυσική».)

Ο Κουν τονίζει επίσης τον ρόλο ψυχολογικών και κοινω­νιολογικών παραγόντων που προδιαθέτουν τους επιστή­μονες να δεχθούν ή να απορρίψουν ένα Παράδειγμα. Μερι­κοί είναι εγγενώς πιο συντηρητικοί από άλλους, ενώ μερι­κοί απολαμβάνουν να είναι «φωνή βοώντος έν τη έρήμω»· μερικοί είναι ριψοκίνδυνοι, ενώ άλλοι απεχθάνονται τον κίνδυνο, κ.ο.κ. Προφανώς, ένας επιστήμονας στη δύση της καριέρας του, όντας ήδη κάτοχος καθηγητικού θώ­κου, επιτρέπει στον εαυτό του να δοκιμάζει διάφορες θεω- ρησιακές υποθέσεις στα όρια του εκάστοτε γνωστικού πε­δίου πιο ελεύθερα απ’ ό,τι ένας νέος ερευνητής με σύμβα­ση ορισμένου χρόνου. Το κοσμοείδωλο κάθε επιστήμονα επηρεάζεται επίσης από όσους τυχαίνει να είναι δάσκαλοι και μαθητές του. Έτσι, τα Παραδείγματα είναι «πνευμα­τική ιδιοκτησία» κοινωνικών ομάδων των οποίων οι κανό­νες και οι συμβάσεις ανευρίσκονται όχι μόνο στα εγχειρί­δια και στις θεωρίες τους αλλά και στην ίδια τη φύση των χρηματοδοτικών φορέων, των ερευνητικών και των εκ­παιδευτικών θεσμών, των επιτροπών που κρίνουν τα κεί­μενα που υποβάλλονται προς δημοσίευση σε επιστημονι­κά περιοδικά, κ.λπ. Κατά τον Κουν, η επιστήμη πρέπει να εξετάζεται μέσα στο κοινωνικό και στο ιστορικό πλαίσιο, και αυτό σημαίνει πως η επιστημονική αλλαγή δεν μπορεί

Page 12: d y u A ^ 'A is P Ιλΐ^οsophij o·^ 4•πιστημονικές...Η επιστημονική μέθοδος υποτίθεται ότι είναι ορθολογι κή και

194 τ ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ

να νοηθεί σωστά αν δεν ληφθούν υπόψη οι κοινωνικές δυ­νάμεις. Αν αυτή η άποψη είναι ορθή, η δέσμευση, έτσι όπως την εννοεί η στερεότυπη άποψη, υπέρ μιας αμιγώς λογικής εξήγησης αναφορικά με τη σχέση ανάμεσα στις θεωρίες και στα σύστοιχα τεκμήρια και, κατά συνέπεια, η δέσμευση υπέρ ενός αντικειμενικού μέτρου όσον αφορά τη δικαιολόγηση των επιστημονικών θεωριών από τα πα- ρατηρησιακά δεδομένα (βλ. πιο πάνω 4.1 [4]), είναι εντε­λώς εσφαλμένη. Όπως λέει ο Λάκατος, φαίνεται πως «κα­τά τον Κουν, η επιστημονική αλλαγή -η μετάβαση από ένα Παράδειγμα σε ένα άλλο- είναι ένας μυστικιστικός προσηλυτισμός ο οποίος δεν διέπεται ούτε είναι δυνατόν να διέπεται από τους κανόνες του Λόγου: είναι μια διεργα­σία που εμπίπτει εξ ολοκλήρου στη δικαιοδοσία της (κοι­νωνικής) ψυχολογίας της ανακάλυψης» (Lakatos 1968: 151).

4.4 Η κοπερνίκεια επανάσταση

Στο πρώτο κεφάλαιο προσπάθησα να δώσω μια μερική εξήγηση σχετικά με την κοπερνίκεια επανάσταση. Η κο­περνίκεια επανάσταση μοιάζει να ενέπνευσε πολλές από τις ιδέες του Κουν και θα τις φωτίζαμε, νομίζω, καλύτερα με αναφορά σε αυτήν. Ως γνωστόν, περί τις αρχές του 17ου αιώνα, ο Γαλιλαίος ήταν οπαδός της θεωρίας του Κοπέρ- νικου ενάντια στην Καθολική Εκκλησία. Ωστόσο, η όλη διεργασία με την οποία εγκαταλείφθηκε το πτολεμαϊκό γεωκεντρικό Παράδειγμα και έγινε τελικά δεκτό το ηλιο­κεντρικό διήρκεσε περίπου 150 χρόνια. Κάποια στιγμή, περί τα τέλη του 17ου αιώνα, η θεωρία του Νεύτωνα για τη βαρύτητα προσέφερε ενιαία εξήγηση για τις κινήσεις των πλανητών, την επίδραση της Σελήνης στις παλίρ­ροιες και για πολλά άλλα. Παρότι εκ των υστέρων μπο­

4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 195

ρούμε να δούμε ότι η κοσμοεικόνα που προέκυψε είναι πιο πλήρης, πιο ενιαία και εμπειρικώς πιο επαρκής από εκεί­νη την οποία αντικατέστησε, ωστόσο όλα αυτά δεν ανήκαν στα τεκμήρια που διέθεταν όσοι έδωσαν την ώθηση για τη μετάβαση στο ηλιοκεντρικό Παράδειγμα.

Το πτολεμαϊκό Παράδειγμα είχε πολλά υπέρ αυτού. Η κοσμολογία, π.χ., σύμφωνα με την οποία η Γη είναι στο κέντρο του σύμπαντος έμοιαζε φυσική για όσους πί­στευαν ότι ο Θεός την είχε δημιουργήσει ειδικά για τους ανθρώπους, και εφόσον δεν αισθανόμαστε τη Γη να κινεί­ται, μοιάζει ορθή η πίστη πως βρισκόμαστε στο ακίνητο κέντρο γύρω από το οποίο στρέφεται κάθε τι άλλο. Επι­πλέον, αυτή η εικόνα επέτρεπε στους θεολόγους να τοπο­θετούν τους ουρανούς κυριολεκτικά πάνω από τη Γη και η αριστοτέλεια θεωρία αναφορικά με τις φυσικές κινή­σεις των ουρανίων σωμάτων παρείχε μια κομψή εξήγηση για όσα παρατηρούνται στον νυχτερινό ουρανό. Η βασική θεωρία του Πτολεμαίου παρείχε ένα αρκετά ακριβές μέσο για την πρόγνωση των πλανητικών κινήσεων και εφαρμο­ζόταν επιτυχώς επί αιώνες.

Το Παράδειγμα όμως ήταν αντιμέτωπο με ορισμένες ανωμαλίες, καθώς οι τροχιές των πλανητών δεν έμοιαζε να είναι τέλειοι κύκλοι' ωστόσο, ήταν δυνατόν να προσαρ­μοστεί καταλλήλως η θεωρία των πλανητικών κινήσεων με την εισαγωγή επικύκλων, εκκεντρικών τροχιών, κ.ο.κ. (όπως έχω εξηγήσει στο πρώτο κεφάλαιο). Αυτή η κατά­σταση ταιριάζει απολύτως με την εικόνα της κανονικής επιστήμης: οι αστρονόμοι συλλέγουν όλο και πιο λεπτο­μερή δεδομένα και -όπου αυτά δεν εναρμονίζονται με το Παράδειγμα- αντί να απορρίψουν τις βασικές παραδοχές του Παραδείγματος βρίσκουν ευφυείς τρόπους για να επι­λύουν προβλήματα και να εξηγούν τα γνωστά φαινόμενα.

Page 13: d y u A ^ 'A is P Ιλΐ^οsophij o·^ 4•πιστημονικές...Η επιστημονική μέθοδος υποτίθεται ότι είναι ορθολογι κή και

196 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ

Το πτολεμαϊκό Παράδειγμα γινόταν όλο και πιο πολύπλο­κο, οι ανωμαλίες όμως παρέμεναν και τροφοδοτούσαν ένα εν εξελίξει ερευνητικό πρόγραμμα. Κάποια στιγμή είχαν συσσωρευτεί πολλές τέτοιες ανωμαλίες. Η πολυπλοκό- τητα και το πλήθος των εναλλακτικών εκδοχών της πτο- λεμαϊκής θεωρίας που είχαν προταθεί προς επίλυση των ανωμαλιών και η κοινωνική πίεση για μεταρρύθμιση του ημερολογίου, που ανέδειξαν την επίλυση των ανωμαλιών και τη διατύπωση μιας οριστικής θεωρίας σε ζητήματα μεγάλης προτεραιότητας, όλα αυτά οδήγησαν στην ιδέα πως το Παράδειγμα ήταν σε κρίση. Τελικά, συντελέστηκε όντως η επανάσταση, όμως δύο επιπλέον όροι μοιάζει να ήταν αναγκαίοι προς τούτο. Πρώτα πρώτα, χρειαζόταν εναλλακτική θεωρία, κάτι που πρόσφερε ο Κοπέρνικος. Αυτό όμως από μόνο του δεν θα ήταν αρκετό, αν δεν υπήρ­χαν άτομα πρόθυμα να επεξεργαστούν το νέο Παράδει­γμα, όπως ο Κέπλερ, ο Γαλιλαίος, ο Καρτέσιος και άλλοι.

Θα μπορούσαμε εδώ να αρχίσουμε να υποψιαζόμαστε πως αυτή η επανάσταση δεν είχε ορθολογικό χαρακτήρα, επειδή καθένας από τους στοχαστές αυτούς είχε ως κίνη­τρο διαφορετικούς λόγους για να δεχθεί την κοπερνίκεια κοσμοεικόνα. Καθένας τους επέλεξε να δεχθεί το κοπερνί­κειο Παράδειγμα όταν αυτό δεν είχε ακόμη πλήρως ανα­πτυχθεί και εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει πολλά άλυ­τα προβλήματα- κατά συνέπεια, είχαν όλοι τους αναλάβει μεγάλο διανοητικό κίνδυνο. Κανένας τους δεν μπορούσε να είναι βέβαιος ότι το κοπερνίκειο Παράδειγμα θα πρόσ­φερε μια πιο επαρκή εξήγηση για όσα παρατηρούνται στον νυχτερινό ουρανό. Και μάλιστα, στην αρχή, η θεωρία του Κοπέρνικου δεν ήταν πιο ακριβής από την προκάτο- χο πτολεμαϊκή θεωρία. Τα τεκμήρια υπέρ της μιας ή της άλλης δεν ήταν ποτέ αποφασιστικά, και πολλά ήταν αυτά

4. Ε Π Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡθΟ Λ Ο ΓΙΚ Ο Τ Η Τ Α 197

που η παλαιά θεωρία εξηγούσε καλύτερα από τη νέα. Στο κάτω κάτω, το νέο Παράδειγμα ερχόταν σε πλήρη αντί­θεση προς βασικές πεποιθήσεις για τη θέση του ανθρώ­που στο κέντρο του σύμπαντος και επιπλέον ήταν αντί­θετη προς την καλύτερη φυσική θεωρία της εποχής, εν προκειμένω την αριστοτέλεια φυσική. Επίσης, η θεωρία του Κοπέρνικου συνεπαγόταν ότι ενίοτε η Γη είναι προς την ίδια πλευρά του Ήλιου με τους πλανήτες Αφροδίτη και Αρη και άλλοτε προς την αντίθετη πλευρά. Σύμφω­να με την κοπερνίκεια θεωρία, δεδομένων των αποστά­σεων, η Αφροδίτη θα έπρεπε να εμφανίζεται μερικές φο­ρές έως και έξι φορές μεγαλύτερη απ’ ό,τι άλλες. Ωστό­σο, οι παρατηρήσεις διά γυμνού οφθαλμού αδυνατούσαν να ανιχνεύσουν οιανδήποτε αλλαγή μεγέθους. Αργότερα, η αλλαγή μεγέθους παρατηρήθηκε με το τηλεσκόπιο, πα­ραμένει όμως το γεγονός πως, όταν ο Κοπέρνικος εισηγή- θηκε τη θεωρία του, αυτή δεν συμφωνούσε με τα παρατη- ρησιακά τεκμήρια.

Αργότερα, ο Μπράχε (ο Δανός αστρονόμος που με τα όργανα που διέθετε συγκέντρωσε τα δεδομένα που μελέ­τησε ο Κέπλερ προτού διατυπώσει τους νόμους για τις πλανητικές κινήσεις) συνήγαγε από τη θεωρία του Κο- πέρνικου μιαν άλλη πρόβλεψη την οποία στη συνέχεια διέ- ψευσε η παρατήρηση. Ο Μπράχε υποστήριζε ότι, αν η Γη κινείται, τότε η κατεύθυνση προς την οποία παρατηρείται ένας απομακρυσμένος αστέρας θα πρέπει να αλλάζει κα­θώς η Γη περνά από τη μία πλευρά του Ήλιου στην άλλη. Ο Μπράχε προσπάθησε να ανιχνεύσει αυτό το φαινόμενο, γνωστό ως αστρική παράλλαξη, και απέτυχε. Καθώς τα όργανά του ήταν τα πιο ακριβή την εποχή εκείνη, ο Μπρά­χε κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κοπερνίκεια θεωρία ήταν ψευδής.

Page 14: d y u A ^ 'A is P Ιλΐ^οsophij o·^ 4•πιστημονικές...Η επιστημονική μέθοδος υποτίθεται ότι είναι ορθολογι κή και

198 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ

Η θεωρία του Κοπέρνικου βρέθηκε επίσης αντιμέτω­πη με τρομερά επιχειρήματα που έμοιαζε να την καταρ­ρίπτουν. Ένα από τα πιο ακαταμάχητα ήταν το ακόλουθο «επιχείρημα του πύργου»: ας εξετάσουμε τι θα πρέπει να συμβαίνει αν ενώ η Γη κινείται αφήσουμε από έναν υψη­λό πύργο να πέσει μια πέτρα. Η βάση του πύργου θα έχει διανύσει μιαν απόσταση κατά την πτώση της πέτρας και, άρα, η πέτρα θα έπρεπε να φτάσει στο έδαφος σε κάποια απόσταση από τη βάση του πύργου. Ωστόσο, όταν γίνει ένα τέτοιο πείραμα, παρατηρείται ότι όταν η πέτρα φτά­σει στο έδαφος απέχει από τη βάση του πύργου όσο και όταν βρισκόταν στην κορυφή απ’ όπου αφέθηκε να πέσει. Άρα, δεν μπορεί η Γη να κινείται. Παρομοίως, αν η Γη κι­νείται, γιατί τα αντικείμενα που βρίσκονται στην επιφά- νειά της δεν φεύγουν από τη θέση τους, όπως οι κόκκοι άμ­μου που έχουν τοποθετηθεί στο χείλος ενός τροχού, όταν ο τροχός τεθεί σε κίνηση; Μια άλλη ιδέα ήταν ότι εντός της κοπερνίκειας θεωρίας δεν υπάρχει εξήγηση του γιατί η Γη δεν αφήνει πίσω τη Σελήνη καθώς κινείται περί τον Ήλιο. (Γ ι’ αυτό ήταν τόσο σημαντική η παρατήρηση των δορυφόρων του Δία από τον Γαλιλαίο [το 1609], επειδή οι «γεωκεντρικοί» αντίπαλοι του Γαλιλαίου πίστευαν ότι ο Δίας κινείται, και ο Γαλιλαίος μπορούσε να αντιτάξει πως αν ο Δίας κινείται χωρίς να χάνει τους δορυφόρους του το ίδιο μπορούσε να κάνει και η Γη.)

Όλα αυτά τα επιχειρήματα ήταν γνωστά στους οπα­δούς της ηλιοκεντρικής θεωρίας και κανένα από αυτά δεν μπορούσε ακόμη να απαντηθεί ικανοποιητικά κατά τα αρ­χικά στάδια της κοπερνίκειας επανάστασης. Έτσι, ενώ η νέα θεωρία έλυνε μερικά προβλήματα, βρισκόταν η ίδια αντιμέτωπη με λογής λογής νέα προβλήματα. Ανάλογα με τις αξίες που ασπάζονταν, διάφορα άτομα αντιδρού-

4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 199

σαν διαφορετικά: όσοι, π.χ., έδιναν βάρος στη μαθηματι­κή απλότητα είχαν έναν πολύ καλό λόγο να δεχθούν το κο­περνίκειο Παράδειγμα, ενώ όσοι έδιναν βάρος στην εσω­τερική συνοχή της ολικής κοσμοεικόνας και στη συμφω­νία με τον κοινό νου (δεν αισθανόμαστε ότι η Γη κινείται) είχαν το κίνητρο για να παραμείνουν πιστοί στο πτολεμαϊ- κό Παράδειγμα. Κατά τον Κουν, δεν είναι διόλου εύλογη η σκέψη πως όλοι οι στοχαστές της εποχής εκείνης είχαν σταθμίσει προσεκτικά όλα τα τεκμήρια και στη συνέχεια είχαν επιλέξει Παράδειγμα βασιζόμενοι σε ακαταμάχη­τους ορθολογικούς λόγους. Ο χαρακτήρας και οι πίστεις κάθε ατόμου έδιναν σε κάθε έναν τους διαφορετικούς λό­γους για να συμβάλουν στην κοπερνίκεια επανάσταση. Μοιάζει σαν ό,τι λογίζεται ως ορθολογικό έρεισμα, και το σχετικό βάρος που θα πρέπει να αποδίδεται σε κάθε ορθο­λογικό έρεισμα, να είναι κάτι διαπραγματεύσιμο.

Όσον αφορά τον Κοπέρνικο, κάτι στον χαρακτήρα του τον έκανε πρόθυμο να αναθεωρήσει εκ βάθρων τη μαθη­ματική περιγραφή του ηλιακού συστήματος, αντί να ικα­νοποιείται επιφέροντας κάποιες διορθώσεις στο πτολε- μαϊκό σύστημα. Τύχαινε επίσης να έχει τη μαθηματική ικανότητα να διατυπώσει επακριβώς το εναλλακτικό, ηλιοκεντρικό σύστημα. Ο Γ αλιλαίος, από την πλευρά του, τύχαινε να είναι μαχητικός και απείθαρχος ώστε να συγ- κρουστεί με την Εκκλησία, ακόμη και όταν οι συνέπειες για την ίδια τη ζωή του ήταν δυσάρεστες. Λέγεται ότι η μυστικιστική πίστη του στη βασική μαθηματική αρμονία του φυσικού κόσμου έκανε τον Κέπλερ να προτιμήσει να βάλει τους πλανήτες σε απλές ελλειπτικές τροχιές αντί για τις πολύπλοκες κυκλικές τροχιές· λέγεται επίσης ότι είχε πρόσβαση σε πιο λεπτομερή αστρονομικά δεδομένα απ’ ό,τι οιοσδήποτε άλλος πριν από αυτόν. (Οι νόμοι του

Page 15: d y u A ^ 'A is P Ιλΐ^οsophij o·^ 4•πιστημονικές...Η επιστημονική μέθοδος υποτίθεται ότι είναι ορθολογι κή και

200 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ

για την πλανητική κίνηση είδαν το φως της δημοσιότητας το 1609 και μόνο χάρη σ’ αυτούς η ηλιοκεντρική θεωρία παρείχε μια θεωρία που όσον αφορά το εμπειρικό περιε­χόμενο ήταν σημαντικά πιο επαρκής από το πτολεμαϊκό Παράδειγμα.) Τέλος, ο Καρτέσιος είχε αναπτύξει μια φυ­σική πολύ διαφορετική από εκείνην του Αριστοτέλη και είχε ρητό φιλοσοφικό σχέδιο μακράς πνοής, και μάλιστα τέτοιο που υπερέβαινε ό,τι θα μπορούσαν να δικαιολογή­σουν τα διαθέσιμα εμπειρικά δεδομένα.

Έχοντας εξηγήσει τις ιδέες του Κουν, θα εστιάσω τώ­ρα την προσοχή σε δύο φιλοσοφικά προβλήματα που συ­ζητήθηκαν ευρέως μετά τη δημοσίευση του έργου του. Θα μπορέσουμε να τα φωτίσουμε και τα δύο με παραδείγμα­τα από την κοπερνίκεια επανάσταση' το πρώτο το έχουμε ήδη εξετάσει πρωτύτερα.

4.5 Θεωρία και παρατήρηση

Όταν εξηγούμε πώς λειτουργεί η επιστήμη, είναι φυσικό να επικαλεστούμε σχεδόν εξ αρχής τη διάκριση ανάμε­σα στη θεωρία και στην παρατήρηση. Οι επιστημονικές θεωρίες, υποτίθεται, βασίζονται σε γνωστά γεγονότα και τα γεγονότα τα καθορίζει η παρατήρηση. Επομένως, η αδρή εξήγηση που πρότεινε ο Μπέικον αναφορικά με την επιστημονική μέθοδο είναι αρκετά εύλογη. Εκκινού­με παρατηρώντας τον φυσικό κόσμο, στη συνέχεια προσ­παθούμε να συστηματοποιήσουμε τις παρατηρήσεις, και καταλήγουμε στις πιο γενικές αρχές που τις διέπουν. Βεβαίως, όπως υποστήριξα στο τέλος του Κεφαλαίου 2, αντίθετα από ό,τι λέει ο Μπέικον, η ακολουθούμενη μέ­θοδος δεν μπορεί να είναι ελεύθερη προϋποθέσεων, επει­δή όταν παρατηρούμε τον κόσμο χωρίζουμε τα φαινό­

4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 201

μενα σε διαφορετικούς τύπους, προτού προσπαθήσουμε να συστηματοποιήσουμε τη γνώση μας γ ι’ αυτά. Έτσι, π.χ., ξεκινάμε έχοντας ήδη ταξινομήσει μερικά φαινό­μενα ως κινήσεις των ουρανίων σωμάτων και άλλα ως παλίρροιες ή ως εποχές του έτους. Σύμφωνα τώρα με τη νεότερη επιστήμη, αποδεικνύεται πως τα φαινόμενα αυτά είναι αλληλένδετα’ τις παλίρροιες τις προκαλεί η κίνηση της Σελήνης, και οι εποχές είναι αποτέλεσμα του ότι η Γη κινείται περί τον Ήλιο. Ως εκ τούτου, όταν τα αντιμετωπίζουμε ως χωριστά φαινόμενα ενδέχεται να σφάλλουμε. Αυτό ακριβώς είχε συμβεί με την αριστοτε­λική επιστήμη, όπου οι ουρανοί εθεωρούντο ως χωριστό πεδίο και οι νόμοι της μηχανικής, όσοι εφαρμόζονταν στις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων, ήταν θεμελιωδώς διαφορετικοί από τους νόμους που εφαρμόζονταν στα επίγεια αντικείμενα. Παρομοίως, θα ήταν ίσως φυσικό να υποθέτουμε ότι μερικά φαινόμενα συσχετίζονται με την κίνηση και όχι με την ακινησία επειδή σύμφωνα με την εμπειρία μας τα κινούμενα πράγματα διαφέρουν από τα ακίνητα. Ωστόσο, στη νεότερη φυσική, η ομαλή κ ί­νηση και η κατάσταση ηρεμίας δεν διαφέρουν φυσικώς η μία από την άλλη και μάλιστα η μεταξύ τους διαφορά είναι σχετική ως προς το εκάστοτε σύστημα αναφοράς. Είναι σαφές ότι μια διαίρεση των φαινομένων σε τύπους απαιτείται προτού καν εκκινήσει η επιστήμη, και ότι οι τέτοιου είδους ταξινομήσεις μπορεί να αναθεωρούνται όταν νέες θεωρίες γίνονται δεκτές. Είναι επίσης σαφές ότι, στις ώριμες επιστήμες, είναι ανεπιθύμητη η ιδέα πως οι περαιτέρω παρατηρήσεις θα πρέπει να είναι ελεύ­θερες προϋποθέσεων, καθώς κάτι τέτοιο θα σήμαινε να ξεκινάει κανείς εκ του μηδενός αντί να οικοδομεί στη βά­ση προηγούμενων επιτυχιών.

Page 16: d y u A ^ 'A is P Ιλΐ^οsophij o·^ 4•πιστημονικές...Η επιστημονική μέθοδος υποτίθεται ότι είναι ορθολογι κή και

202 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ

Μπορεί οι υφιστάμενες θεωρίες να αποτελούν οδηγό για την ανάπτυξη νέων θεωριών και να μας λένε ποιες πα­ρατηρήσεις είναι σημαντικές κ.τ.τ., ωστόσο μπορεί κάνεις να επικαλεστεί τη διάκριση ανάμεσα στο πλαίσιο της ανα­κάλυψης και στο πλαίσιο της δικαιολόγησης προκειμένου να διατηρήσει την ιδέα πως οι επιστημονικές θεωρίες τ ί­θενται σε δοκιμασία μέσω των παρατηρήσεων. Πολλοί εμπειριστές φιλόσοφοι είχαν χαράξει αυστηρή διάκριση ανάμεσα στο παρατηρησιακό και στο θεωρητικό, και τη διάκριση αυτή τη δέχονται τόσο οι λογικοί θετικιστές όσο και ο Πόπερ, τουλάχιστον στα πρώτα έργα του. Σύμφωνα με τη στερεότυπη άποψη, η ανεξαρτησία ή η ουδετερότη­τα των παρατηρήσιμων γεγονότων ως προς τη θεωρία τα καθιστά κατάλληλο θεμέλιο της επιστημονικής γνώσης ή τουλάχιστον για τον έλεγχο των θεωριών (βλ. πιο πάνω, 4.1 [4]). Η στερεότυπη άποψη ενέχει μια διάκριση ανάμε­σα σε παρατηρησιακούς όρους, όπως «κόκκινο», «βαρύ», «υγρό», και σε θεωρητικούς όρους, όπως «ηλεκτρόνιο», «ηλεκτρικό φορτίο», «βαρύτητα». Η ιδέα εν προκειμένω είναι η εξής: οι κανόνες για την ορθή χρήση των παρατη- ρησιακών όρων αναφέρονται μόνο σε ό,τι αντιλαμβάνεται κατ’ αίσθηση ένας φυσιολογικός παρατηρητής σε ορισμέ­νες περιστάσεις- επιπλέον, οι κανόνες αυτοί είναι εντελώς ανεξάρτητοι από την εκάστοτε θεωρία. Επί παραδείγμα- τι, ο Έρνεστ Νέιγκελ (Ernest Nagel, 1901-1985), στο πολυ- διαβασμένο βιβλίο του The Structure of Science (1961), υπο­στηρίζει ότι κάθε παρατηρησιακός όρος συσχετίζεται με μία τουλάχιστον εμφανή διεργασία σχετική με τη χρήση του εκάστοτε όρου σε μια παρατηρησιακώς προσδιορί- σιμη ιδιότητα, όταν πραγματώνονται ορισμένες ειδικές συνθήκες. Έτσι, π.χ., η ιδιότητα «κόκκινο» χρησιμοποι­είται για ένα αντικείμενο όταν αυτό φαίνεται κόκκινο σε

4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 203

έναν φυσιολογικό παρατηρητή, υπό κανονικές συνθήκες φωτισμού. Πολλοί άλλοι συγγραφείς αναλύουν τη λογική που διέπει τον έλεγχο των θεωριών βασιζόμενοι σε αυτή τη διάκριση ανάμεσα στους παρατηρησιακούς και στους θεωρητικούς όρους.

Από την άλλη, ο Κουν συγκαταλέγεται σε όσους τόνι­ζαν τον «θεωρητικά έμφορτο» χαρακτήρα της παρατή­ρησης. Την ιδέα εν προκειμένω συνοψίζει ο φιλόσοφος Νόργουντ Ράσελ Χάνσον (Norwood Russell Hanson, 1924- 1967) ως εξής: «Το να βλέπω δεν είναι μόνο το να έχω μιαν οπτική εμπειρία’ εκτός αυτού, είναι και ο τρόπος με τον οποίο έχω την εκάστοτε οπτική εμπειρία» (Hanson 1958: 15). Κατά τον Χάνσον, η οπτική εμπειρία δύο παρατηρη­τών μπορεί να είναι διαφορετική, έστω και αν τα είδωλα στον αμφιβληστροειδή τους είναι ακριβώς τα ίδια. Αυτό το πίστευε επειδή πίστευε ότι η ερμηνεία είναι αχώριστη από το οπτικό ενέργημα. Εν γένει, σύμφωνα με τον Χάν­σον, «την παρατήρηση του x τη διαμορφώνει η πρότερη γνώση τού χ» (Hanson 1958: 19). Μερικά πολύ γνωστά πα­ραδείγματα δείχνουν ότι ενίοτε ο χαρακτήρας της οπτι­κής εμπειρίας μας εξαρτάται από την πρότερη εμπειρία μας και από έννοιες (βλ. Εικόνα 2).

Η ιδέα εδώ είναι πως μπορούμε να δούμε τον κύβο είτε ως εάν η άνω δεξιά έδρα του να ήταν η εγγύτερη προς εμάς είτε ως εάν εγγύτερη προς εμάς να ήταν η κάτω αριστερή έδρα. Δεξιά, εικονίζεται το κεφάλι λαγού με τα μάτια προς τα αριστερά ή το κεφάλι πάπιας με το ράμφος προς τα δεξιά. Υπάρχουν μερικά αξιοπρόσεκτα πράγματα όσον αφορά την εμπειρία θέασης των εικόνων αυτών. Πρώτον, μπορούμε να δούμε ότι κάτι εικονίζεται εδώ, μόνον επειδή έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τρισδιάστατα αντικείμε­να να εικονίζονται ως δισδιάστατα. Δεύτερον, μπορούμε

Page 17: d y u A ^ 'A is P Ιλΐ^οsophij o·^ 4•πιστημονικές...Η επιστημονική μέθοδος υποτίθεται ότι είναι ορθολογι κή και

204 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ

να μάθουμε να βλέπουμε τις εικόνες διαφορετικά' επο­μένως, το πώς τις βλέπουμε δεν είναι κάτι καθορισμένο άπαξ διά παντός. Οι περισσότεροι βρίσκουν πιο φυσική τη μία ή την άλλη οπτική εμπειρία των εικόνων, και στην αρχή χρειάζεται να προσπαθήσουν για να βιώσουν την άλ­λη οπτική εμπειρία. Τρίτον, όταν η εμπειρία αλλάζει, λ.χ. από κουνέλι σε πάπια, η αλλαγή είναι σαν την εναλλαγή μορφής σύμφωνα με τη μορφολογική ψυχολογία {gestalt shift), με άλλα λόγια, ο χαρακτήρας της οπτικής εμπει­ρίας αλλάζει ως όλον.

Πολυσυζητημένο παράδειγμα επιστημονικής παρατή­ρησης είναι η παρατήρηση με μικροσκόπιο. Το κατά πό­σον κάτι στην εικόνα ταξινομείται ως πραγματικό αντι­κείμενο ή ως τεχνητό αποτέλεσμα της διεργασίας χρώσε­ως που χρησιμοποιήθηκε κατά την παρασκευή των πλα­κιδίων για παρατήρηση το καθορίζει το θεωρητικό υπό­βαθρο. Εν γένει, ισχύει συχνά ότι οι επιστήμονες πρέπει να μάθουν να διεξάγουν παρατηρήσεις με ορισμένες συ­

4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 205

σκευές. Ως εκ τούτου, ο έμπειρος ιατρός όταν κοιτάζει ακτινογραφία ενός κατάγματος μπορεί «να δει» λογής λογής λεπτομέρειες, αόρατες στον μη ειδικό. Ο Κουν και άλλοι χρησιμοποιούν τέτοιου είδους παραδείγματα για να υποστηρίξουν πως, εν γένει, ό,τι αντιλαμβάνονται κατ’ αί­σθηση οι επιστήμονες το καθορίζουν εν μέρει τα όσα πι­στεύουν. Οι οπαδοί της κοπερνίκειας θεωρίας, όταν κοι­τάζουν το ηλιοβασίλεμα, βλέπουν τον Ήλιο ακίνητο και τον ορίζοντα να υψώνεται, ενώ ο πτολεμαι'κός αστρονό­μος βλέπει τον ορίζοντα ακίνητο και τον Ήλιο να κινείται δύοντας πίσω από τον ορίζοντα. Αυτή η ιδέα απειλεί να υπονομεύσει τη δυνατότητα αντικειμενικού ελέγχου των επιστημονικών θεωριών, επειδή, αν όλες οι παρατηρήσεις είναι «μολυσμένες» από τις θεωρίες, τότε η παρατήρηση δεν μπορεί να είναι ουδέτερος διαιτητής ανάμεσα σε αντα­γωνιστικές μεταξύ τους θεωρίες, αντίθετα απ’ ό,τι λέγε­ται στην παραδεδεγμένη άποψη. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε η ιστορία της επιστήμης είναι πολύ πιθανόν να περιέ­χει πολλές περιπτώσεις όπου η συλλογή παρατηρησιακών τεκμηρίων υφίσταται τη μεροληπτική επιρροή των παρα­δοχών που προϋποθέτουν οι παρατηρητές.

Σχετικό παράδειγμα εν προκειμένω μοιάζει να είναι η περίπτωση των ηλιακών κηλίδων (περιοχών δηλαδή με διαφορετική φωτεινότητα στην ηλιακή επιφάνεια), οι οποίες δεν είχαν ποτέ καταγραφεί στην Ευρώπη πριν από την κοπερνίκεια επανάσταση, ενώ ήταν γνωστές στους Κινέζους αστρονόμους από αιώνων. Φαίνεται πως η πίστη των Ευρωπαίων ότι οι ουρανοί ήταν ένα τέλειο και αμετά­βλητο βασίλειο τους εμπόδιζε να δουν αυτό το προφανές παράδειγμα μεταβλητού φαινομένου πέρα από τη Γη. Άλ­λο παράδειγμα που αναφέρει ο Χάνσον είναι η αποτυχία των φυσικών να αντιληφθούν τις τροχιές που διαγράφουν

Page 18: d y u A ^ 'A is P Ιλΐ^οsophij o·^ 4•πιστημονικές...Η επιστημονική μέθοδος υποτίθεται ότι είναι ορθολογι κή και

206 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ

τα ποζιτρόνια μέσα σε θαλάμους ιονισμού, πριν ο Πωλ Ντιράκ (Paul Dirac, 1902-1984) θέσει (το 1928) ως θεωρητι­κό αίτημα ότι υπάρχουν τέτοιου είδους σωμάτια. Όταν οι φυσικοί που ασχολούνται με τη σωματιδιακή φυσική κοι­τάζουν τώρα τα πειράματα που είχαν διεξαχθεί κατά την προ Ντιράκ περίοδο, βλέπουν σαφή τεκμήρια της διέλευ­σης ποζιτρονίων που φαίνεται να είχαν τελείως διαφύγει από τους προκατόχους τους.

Υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις όπου ό,τι παρατη- ρείται ή ό,τι θεωρείται ως παρατηρήσιμο μοιάζει να είναι «μολυσμένο» από θεωρία. Σύμφωνα με τη θεωρία κίνη­σης κατά Γαλιλαίο, παρατηρήσιμη είναι μόνο η σχετική κίνηση, και γ ι’ αυτό δεν αισθανόμαστε την κίνηση της Γης ως προς τον Ήλιο, επειδή η Γη δεν κινείται ως προς εμάς. Κατά τους επικριτές του Γαλιλαίου, κάθε κίνηση είναι πα­ρατηρήσιμη και έτσι το γεγονός ότι η Γη δεν κινείται το στηρίζει η εμπειρία όλων. Ο Γαλιλαίος διαφωνούσε επί­σης με τους αριστοτελικούς φιλοσόφους σχετικά με το τι είναι παρατηρήσιμο με το τηλεσκόπιο. Κατά τον Γαλι­λαίο, όταν το τηλεσκόπιο στόχευε τον Δία, έδειχνε σαφώς ότι ο πλανήτης είχε τους δικούς του δορυφόρους, οι επι­κριτές του όμως αντιμετώπιζαν με σκεπτικισμό την αξιο­πιστία του νέου οργάνου. Οι σύγχρονοι αστρονόμοι συμ­φωνούν με τον Γαλιλαίο σχετικά με τους δορυφόρους του Δία, ωστόσο φαίνεται τώρα πως είχε εκλάβει λανθασμέ­να τους δακτυλίους του Κρόνου ως δορυφόρους και ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, έσφαλλε εκλαμβάνοντας για κρα­τήρες πάνω στη Σελήνη ό,τι ήταν απλώς οπτική πλάνη.

Ένα ακόμη επιχείρημα υπέρ της ιδέας ότι η παρατή­ρηση είναι έμφορτη θεωρίας επικαλείται το γεγονός ότι μοιάζει να υπάρχει ένα συνεχές ανάμεσα στις περιπτώ­σεις όπου παρατηρούμε κάτι και στις περιπτώσεις όπου

4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 207

συνάγουμε κάτι. Ας υποθέσουμε, π.χ., ότι η κ. Α ισχυ­ρίζεται πως παρατηρεί ένα αεριωθούμενο στον ουρανό* αυτό όμως που όντως παρατηρεί η κ. Α δεν είναι μια κουκκίδα με ουρά από ατμό, εκ των οποίων η φίλη μας συνάγει ότι πρόκειται για αεροπλάνο; Παρομοίως, λέγε­ται ότι οι επιστήμονες παρατηρούν να περνά ηλεκτρικό ρεύμα σε ένα σύρμα επειδή κινείται η βελόνα αμπερόμε- τρου ή ανάβει ένας λαμπτήρας* δεν θα μπορούσε όμως να λεχθεί ότι οι επιστήμονες μάλλον συνάγουν παρά παρα­τηρούν άμεσα την παρουσία ηλεκτρικού ρεύματος; Με­ρικές οντότητες, λ.χ. τα δέντρα και τα πουλιά, είναι προ­φανώς παρατηρήσιμα* τ ι ισχύει όμως για τα βακτήρια, τα μόρια και τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα; Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι συχνά μπορούμε να χρησιμοποιούμε θεωρητική γλώσσα για να περιγράφουμε παρατηρήσιμα γεγονότα: λέμε, π.χ., ότι «ανάβουμε το φως» ή μιλάμε για «φούρνους μικροκυμάτων», για «μικροεπεξεργαστές από πυρίτιο», κ.ο.κ. Φαίνεται πως εν πολλοίς η καθημε­ρινή γλώσσα είναι έμφορτη θεωρίας και πως συχνά πε­ριγράφουμε καταστάσεις όπου, μιλώντας αυστηρά, συν­άγουμε την παρουσία ενός πράγματος σαν να το είχαμε παρατηρήσει άμεσα.

Είναι όμως σημαντικό να μη συγχέουμε την ιδέα πως ολόκληρη η γλώσσα που χρησιμοποιείται για να περιγρά- φονται οι παρατηρήσεις είναι έμφορτη θεωρίας και την ιδέα πως αυτές καθαυτές οι παρατηρήσεις είναι έμφορ- τες θεωρίας. Ευλόγως θα υποστηρίζαμε ότι, στη γλώσ­σα, το όριο ανάμεσα στους παρατηρησιακούς και στους θεωρητικούς όρους είναι ασαφές. Είναι όμως κάτι πολύ πιο αμφιλεγόμενο να υποστηρίζουμε ότι οι θεωρίες τις οποίες πιστεύουμε όντως επηρεάζουν το περιεχόμενο των παρατηρήσεών μας, και όχι το τ ι προσέχουμε και το πώς

Page 19: d y u A ^ 'A is P Ιλΐ^οsophij o·^ 4•πιστημονικές...Η επιστημονική μέθοδος υποτίθεται ότι είναι ορθολογι κή και

208 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ

το περιγράφουμε. Ο φιλόσοφος Πολ Τσέρτσλαντ (Paul Churchland, 1942-) πιστεύει ότι η κατ’ αίσθηση αντίληψη είναι «εύπλαστη», με την έννοια ότι η φύση και το περιε­χόμενο της κατ’ αίσθηση αντίληψης επηρεάζονται από τις θεωρίες που χρησιμοποιούμε για να νοήσουμε και να πε- ριγράψουμε τον κόσμο: «μαθαίνουμε -από τους άλλους- να αντιλαμβανόμαστε κατ’ αίσθηση τον κόσμο έτσι όπως τον αντιλαμβάνονται όλοι οι άλλοι» (Churchland 1979: 7). Ο Τσέρτσλαντ υποστηρίζει πως -μέσα σε ένα χρονικό διά­στημα- το πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο μπορεί να υποστεί τεράστια αλλαγή αν οδηγηθούμε να πιστέψουμε νέες θεωρίες.

Αντίθετη άποψη εκθέτει ο Τζέρι Φόντορ (Jerry Fodor, 1935-): «όταν δεχθούν τα ίδια ερεθίσματα, δύο οργανισμοί με την ίδια αισθητική/αντιληπτική ψυχολογία θα παρα­τηρήσουν, εν γένει, τα ίδια πράγματα» (Fodor 1984: 24). Κατά τον Φόντορ, μερικές πίστεις καθορίζονται άμεσα από την παρατήρηση, δηλαδή από την ενεργοποίηση των αισθήσεων, και αυτές τις ξεχωρίζει από όσες πίστεις κα­θορίζονται συναγωγικά. Όσοι αντιτίθενται, όπως ο Φό­ντορ, στα πιο ριζοσπαστικά συμπεράσματα του Τσέρτσ­λαντ και του Κουν επικαλούνται τη διάκριση ανάμεσα στο «βλέπω ό τ ι...» και στο «βλέπω ...» απλώς. Βεβαίως, όποιος δεν κατέχει τις σχετικές έννοιες δεν μπορεί να δει ότι μπροστά του υπάρχει ένα ποτήρι με νερό, αλλά μπο­ρεί να δει το ποτήρι με το νερό, κάτι που μπορεί να φα­νεί από το ότι μπορεί να το πιάσει και να το περιεργαστεί με απορία. Μπορεί, επομένως, να υποστηριχθεί ότι στην επιστήμη, για να δούμε ότι υπάρχει ένας πλανήτης σε ορι­σμένη θέση στον ουρανό, απαιτείται να νοούμε το πράγμα θεωρητικά ως πλανήτη, αλλά το να δούμε απλώς ένα φω­τεινό σημείο στη συγκεκριμένη θέση απαιτεί να έχουμε

4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚΟ ΤΗ ΤΑ 209

Εικόνα 3

ένα οπτικό σύστημα που λειτουργεί καταλλήλως - τίποτε περισσότερο.

Ελπίζω, τα απλά παραδείγματα που εξέτασα πρωτύ­τερα, να κάνουν εναργή την ιδέα ότι η παρατήρηση είναι έμφορτη θεωρίας. Βεβαίως όμως, για μια διεξοδική μελέ­τη του ζητήματος απαιτείται οικειότητα με το έργο των ψυχολόγων και των γνωσιοεπιστημόνων σχετικά με την ανθρώπινη κατ’ αίσθηση αντίληψη. Τπάρχουν πράγματι πολυάριθμα πειράματα που δείχνουν ότι, τουλάχιστον σε ορισμένες καταστάσεις, το τ ι αντιλαμβάνονται οι άνθρω­ποι κατ’ αίσθηση εξαρτάται ώς έναν βαθμό από τις έννοιες και τις πίστεις τους. Από την άλλη, δεν βλέπουμε πάντοτε ό,τι προσδοκούμε να δούμε, και υπάρχουν τεκμήρια κα­τά της ιδέας ότι οι παρατηρήσεις μας είναι «μολυσμένες» από τις πίστεις και τις έννοιές μας. Ας εξετάσουμε, π.χ., την οπτική πλάνη Miiller-Lyer (Εικόνα 3).

Οι θετικιστές θεωρούσαν κάποια στιγμή ότι οι παρα- τηρησιακές προτάσεις ήταν τα βέβαια θεμέλια της επι­στήμης και ότι, αν ήταν έμφορτες θεωρίας, οι παρατηρη- σιακές προτάσεις ήταν βέβαιες μόνο στον βαθμό που ήταν βέβαιες οι προϋποτιθέμενες θεωρίες. Ωστόσο, παρότι οι αναφορές σχετικά με τις παρατηρήσεις μπορεί να μην είναι ουδέτερες έναντι όλων των θεωριών, μπορεί να είναι ουδέτερες ως προς τις θεωρίες που χρησιμοποιούνται

Page 20: d y u A ^ 'A is P Ιλΐ^οsophij o·^ 4•πιστημονικές...Η επιστημονική μέθοδος υποτίθεται ότι είναι ορθολογι κή και

210 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ

για να κριθεί ποια από τις παρατηρήσεις ισχύει. Εν πά- ση περιπτώσει, δεν μπορεί να θεμελιωθεί ακλόνητα η θέ­ση ότι το περιεχόμενο των παρατηρήσεων αυτών καθαυ­τών είναι συνάρτηση των θεωριών που ενστερνίζεται ο παρατηρητής, μόνο με την αναφορά στις ως άνω παρα­δειγματικές περιπτώσεις ή ακόμη και στις ολιγάριθμες περιπτώσεις τις σταχυολογημένες από την ιστορία της επιστήμης όπου οι επιστήμονες διαφωνούσαν σχετικά με το τ ι παρατηρείται στην α ή στη β περίσταση. Στην επι­στήμη, η σχέση ανάμεσα στην παρατήρηση και στη θεω­ρία προφανώς αξίζει διεξοδική διερεύνηση. Ελπίζω να έχω ειδοποιήσει τους αναγνώστες για τα πολλά ενδιαφέ­ροντα ερωτήματα αναφορικά με τη σχέση παρατήρησης- θεωρίας, να έχω δείξει ότι η απλοϊκή άποψη για μια αυ­στηρή διάκριση ανάμεσα σε θεωρητικούς και παρατηρη- σιακούς όρους δεν ευσταθεί, και να έχω επίσης καταστή­σει σαφές πως όταν λέγεται πως η παρατήρηση είναι έμ­φορτη θεωρίας μπορεί να εννοούνται διάφορα πράγματα. Βεβαίως, το τι οι άνθρωποι προσέχουν ή το τ ι επιλέγουν να αναφέρουν και το πώς το αναφέρουν επηρεάζεται από τις θεωρίες τους σχετικά με τον κόσμο. Όπως έδειξε η έρευνά μας, ασφαλώς αληθεύει ότι η θεωρία καθοδηγεί την παρατήρηση και είναι πιθανώς αληθές ότι δεν υπάρ­χουν ενδιαφέρουσες παρατηρησιακές περιγραφές θεωρη- τικώς ουδέτερες, ωστόσο δεν είναι εύκολο να αποδειχθεί πως το τ ι πράγματι βλέπουμε διαφέρει ανάλογα με τη θε­ωρία που δεχόμαστε.

4.6 Ασυμμετρότητα

Ασνμμετρότητα (incommensurability) είναι όρος προερ­χόμενος από τα μαθηματικά και σημαίνει «απουσία κοι­

4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 211

νού μέτρου». Τον όρο υιοθέτησαν ο Κουν και ένας ακόμη φιλόσοφος, ο Πολ Φαϊεράμπεντ (Paul Feyerabend, 1924- 1994), που και οι δύο υποστήριζαν ότι διαδοχικές επιστη­μονικές θεωρίες είναι συχνά ασύμμετρες μεταξύ τους, με την έννοια ότι δεν υπάρχει ουδέτερος τρόπος για συγκρι­τική αποτίμηση της αξίας τους. Μία από τις πιο ριζο­σπαστικές ιδέες που αναδείχθηκαν μέσα από το έργο του Κουν είναι πως ό,τι λογίζεται ως τεκμήριο σε ορισμένο επιστημονικό πεδίο μπορεί να εξαρτάται από το Παρά­δειγμα που αποτελεί το γνωστικό υπόβαθρο στο εκάστο­τε πεδίο. Αν αυτό ισχύει, πώς είναι δυνατόν να συγκρί­νει κανείς ορθολογικά το ένα με το άλλο ανταγωνιστικά Παραδείγματα; Κατά τον Κουν, δεν υπάρχει σταθερότυ- πο που να επιτρέπει να συγκριθούν μεταξύ τους θεωρίες ανώτερο από τη συναίνεση της εκάστοτε οικείας κοινότη­τας, και «[η επιλογή] ανάμεσα σε ανταγωνιστικά μεταξύ τους Παραδείγματα αποδεικνύεται να είναι μια επιλογή ανάμεσα σε ασύμβατους μεταξύ τους τρόπους κοινοτικής ζωής» (Kuhn 1962: 94).

Μπορούμε, επομένως, να θεωρήσουμε πως ο Κουν υποβάλλει την ιδέα ότι η λεγάμενη επιστημονική «πρόο­δος» ουδόλως βασίζεται στα τεκμήρια, αλλά έχει ως κινη­τήριο μοχλό τίποτε περισσότερο από την ψυχολογία του όχλου και ότι η εμπειρική επιβεβαίωση των υποθέσεων είναι ρητορική απάτη. (Η ιδέα αυτή ενέπνευσε το γνωστό ως «ισχυρό πρόγραμμα στην κοινωνιολογία της γνώσης», που στοχεύει να εξηγήσει τη θεωρητική αλλαγή στην επιστήμη με αναφορά σε ψυχολογικές και σε κοινωνικές δυνάμεις.) Πολλοί έχουν χρησιμοποιήσει τα επιχειρήμα­τα του Κουν για να στηρίξουν ό,τι οι φιλόσοφοι ονομά­ζουν σχετικισμό αναφορικά με την επιστημονική γνώση, σύμφωνα με τον οποίο οι «αλήθειες» των επιστημονικών

Page 21: d y u A ^ 'A is P Ιλΐ^οsophij o·^ 4•πιστημονικές...Η επιστημονική μέθοδος υποτίθεται ότι είναι ορθολογι κή και

212 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ

θεωριών καθορίζονται εν όλω ή εν μέρει από τις κοινω­νικές δυνάμεις. Σε απλή μορφή, ο γνωστικός (ή επιστη- μικός) σχετικισμός θα δήλωνε, π.χ., πως μια θεωρία στη φυσική ή στη βιολογία μπορεί να λογίζεται ως γνώση, μό­νο και μόνο επειδή την πιστεύουν όσοι κατέχουν υψηλή θέ­ση, κύρος και επιρροή στην κοινότητα των φυσικών και των βιολόγων αντιστοίχως.

Την ιδέα πως ανταγωνιστικά Παραδείγματα είναι ασύμμετρα μεταξύ τους τη στηρίζει η ιδέα ότι η παρα­τήρηση είναι έμφορτη θεωρίας. Αν αληθεύει ότι όλες οι παρατηρήσεις είναι «μολυσμένες» από τις θεωρίες υπο­βάθρου, τότε η αξία κάθε Παραδείγματος δεν μπορεί να συγκριθεί με την αξία ενός άλλου Παραδείγματος με το να υποβληθούν και τα δύο σε εμπειρική δοκιμασία, επει­δή οι οπαδοί κάθε Παραδείγματος δεν θα συμφωνούν κατ’ ανάγκην μεταξύ τους για το τ ι παρατηρείται. Είδα­με πως αυτό ίσχυε στην αντιπαράθεση του Γαλιλαίου με την Καθολική Εκκλησία για το κατά πόσον η Γη κινείται ή όχι. Η κοπερνίκεια επανάσταση δείχνει πώς -όταν αλ­λάζει το Παράδειγμα- αλλάζουν ταυτόχρονα και οι μέθο­δοι οι ενδεδειγμένες για τον έλεγχο ορισμένων θεωρητι­κών αρχών, όπως άλλωστε αλλάζουν και τα προβλήμα­τα που έχει να επιλύσει η επιστήμη. Για τους σύγχρονους επιστήμονες, ένα σώμα παραμένει σε κατάσταση ηρεμίας ή ομαλής κίνησης όσο δεν δρα επ’ αυτού δύναμη για να του αλλάξει την κατάσταση. Ως εκ τούτου, δεν χρειάζεται να εξηγηθεί το τι κρατάει στον αέρα ένα βέλος, άπαξ και επιταχυνθεί από τη χορδή του τόξου' το πρόβλημα τώρα είναι να εξηγηθεί πώς η βαρύτητα και η αντίσταση του αέρα συνδυάζονται μεταξύ τους και εμποδίζουν το βέλος να εξακολουθεί να κινείται ευθύγραμμα επ’ άπειρον. Από την άλλη, κατά τους αριστοτελιστές, είναι επιτακτική η

4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚΟ ΤΗ ΤΑ 213

ανάγκη να εξηγηθεί το τ ι κρατάει το βέλος στην αφύσικη κατάσταση κίνησης αφότου έχει εγκαταλείψει τη χορδή του τόξου.

Διαφορετικοί άνθρωποι, αυτό είναι σαφές, ταξινο­μούν ενίοτε τα πράγματα στον κόσμο με ριζικά διαφορε­τικούς τρόπους. Κάποτε φαίνεται πως, για να αξιολογή­σουμε το τ ι πιστεύουν οι άνθρωποι, πρέπει να κατανοή­σουμε επιμέρους βεβαιωτικές κρίσεις που διατυπώνουν, σε αναφορά με ολόκληρη τη γλωσσική πρακτική τους. Ένα παλαιότερο επιστημονικό έργο γίνεται καμιά φορά κατανοητό στο φως νεότερων θεωριών. Σύμφωνα με τη θεωρία, π.χ., για το θερμογόνο που ανέπτυξε ο Πιερ Λα- πλάς (Pierre Laplace, 1749-1827), η θερμότητα είναι υλική ουσία. Η θεωρία αυτή επέτρεψε στον Λαπλάς να υπολογί­σει με μεγάλη ακρίβεια την ταχύτητα του ήχου στον αέ­ρα. Ένας σύγχρονος φυσικός μπορεί πολύ εύκολα να κα­τανοήσει τις μεθόδους του Λαπλάς παρότι η θερμότητα θεωρείται σήμερα ως μια μορφή ενέργειας που συσχετί­ζεται με τις ταλαντώσεις μορίων. Από την άλλη, η συλ­λογιστική ενός στοχαστή της Αναγέννησης, όπως ο Πα- ράκελσος (Philippus Aureolus Theophrastus Bombastus von Hohenheim, γνωστός ως Paracelsus, 1493-1541), είναι σχεδόν εντελώς ακατανόητη για έναν σύγχρονο επιστή­μονα επειδή ο τρόπος που ο Παράκελσος βλέπει τον κό­σμο και οι τύποι των απαντήσεων που αναζητά είναι εντε­λώς ξένοι προς τη σύγχρονη επιστημονική θεώρηση των πραγμάτων. Επί παραδείγματι, ο Παράκελσος υποστηρί­ζει ότι ένα φυτό του οποίου τα φύλλα έχουν σχήμα που μοιάζει με φίδι προστατεύει από τα δηλητήρια και ότι οι καλοί ιατροί οφείλουν να φέρουν κόκκινη γενειάδα. Ως εκ τούτου, δεν δίνονται πάντοτε απαντήσεις σε ερωτήματα που ανέκυπταν σε παλαιά Παραδείγματα επειδή ενίοτε

Page 22: d y u A ^ 'A is P Ιλΐ^οsophij o·^ 4•πιστημονικές...Η επιστημονική μέθοδος υποτίθεται ότι είναι ορθολογι κή και

214 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ

καταλήγουμε να θεωρούμε ότι τα ερωτήματα αυτά δεν έχουν καν νόημα.

0 Κουν παρομοιάζει την αλλαγή Παραδείγματος με την «εναλλαγή μορφής» κατά τη μορφολογική ψυχολο­γία, δηλαδή σαν κάτι που βιώνει όποιος κοιτάζει μιαν αμ- φίσημη εικόνα και εναλλακτικά βλέπει πότε πάπια και πότε λαγό (βλ. πιο πάνω, Εικόνα 2). Τ ι ιδιαίτερο έχουν οι τέτοιου είδους εναλλαγές μορφής; Ότι είναι ολιστικές. Παρομοίως, οι διαφορές ανάμεσα σε παραδείγματα στο εννοιολογικό, στο οντολογικό και σε άλλα επίπεδα είναι ολικές και συστηματικές. Οι θεωρίες διαφορετικών Πα­ραδειγμάτων είναι ασύμμετρες μεταξύ τους κατά το ότι οι όροι και οι έννοιες των επιστημονικών θεωριών που ανήκουν σε διαφορετικά Παραδείγματα δεν είναι αλλη- λομεταφράσιμες και αυτό ονομάζεται νοηματική ασυμ- μετρότητα. Κατά τον Κουν, τους επιστημονικούς όρους νοηματοδοτεί η θέση που κατέχουν στη δομή ολόκληρης της θεωρίας. Επί παραδείγματι, ο όρος «μάζα» στη νευ­τώνεια θεωρία σημαίνει κάτι διαφορετικό από τον όρο «μάζα» στη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν. Φαί­νεται, λοιπόν, πως όταν συγκρίνουμε το καθεστώς μιας πρότασης όπου εμφανίζεται ο όρος «μάζα» σύμφωνα με τη μία και την άλλη θεωρία, στην πραγματικότητα συγ­κρίνουμε μεταξύ τους δύο προτάσεις που έχουν διαφορε­τικό νόημα η μία από την άλλη. Στην κοπερνίκεια επανά­σταση, η ιδέα της κίνησης άλλαξε ριζικά. Μπορούμε άρα­γε πράγματι να πούμε ότι οι αριστοτελιστές και ο Γαλι­λαίος ασπάζονται διαφορετικές θεωρίες για τη φύση της κίνησης, ή μήπως θα πρέπει να πούμε ότι απλώς, με τον όρο «κίνηση», εννοούν διαφορετικά πράγματα; Δεν υπάρ­χει, κατά τον Κουν, οριστική απάντηση στο ερώτημα αυ­τό επειδή οι επιστημονικοί όροι δεν έχουν επακριβώς κα­

4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 215

θορισμένο νόημα (γι’ αυτό και αρνείται την ως άνω πρό­ταση 4.1[7]).

Προτού δημοσιευτεί το έργο του Κουν, ήταν διαδεδο­μένη μεταξύ των φιλοσόφων η πίστη ότι αυτό στο οποίο αναφέρεται ένας επιμέρους επιστημονικός όρος, ας πού­με «άτομο», καθορίζεται από ό,τι λέει η θεωρία για τα άτομα. Αν αυτό ισχύει, τότε διαφορετικές θεωρίες για τα «άτομα», οι οποίες λένε διαφορετικά πράγματα γ ι’ αυτά, στην πραγματικότητα έχουν διαφορετικό αναφορικό αντι­κείμενο. Αυτό ονομάζεται αναφορική ασνμμετρότητα και αποτελεί κακό οιωνό για τον ρεαλισμό επειδή υποβάλλει την ιδέα πως διαφορετικές θεωρίες για τα «ηλεκτρόνια» στην πραγματικότητα αναφέρονται σε εντελώς διαφορε­τικά πράγματα η κάθε μία και, ως εκ τούτου, δεν υπάρχει λόγος για να πιστεύουμε ότι η επιστήμη έχει σημειώσει πρόοδο όσον αφορά την κατανόηση της βαθύτερης φύσης των πραγμάτων. Εξ αυτού φαίνεται να συνάγεται ότι δεν είναι ένας ο τρόπος ύπαρξης του κόσμου, αλλά ο κόσμος εντός του οποίου ζούμε είναι τεχνητό κατασκεύασμα των θεωριών μας γ ι’ αυτόν. Ο Κουν, πράγματι, λέει πως «όταν αλλάζουν τα Παραδείγματα, μαζί τους αλλάζει και ο κό­σμος» (Kuhn 1962: 111). Σύμφωνα με την άποψη αυτή, οι διαφορετικές γλώσσες διαφορετικών θεωριών αντιστοι­χούν στους διαφορετικούς κόσμους διαφορετικών θεω­ριών και οι εισηγητές ανταγωνιστικών Παραδειγμάτων κατοικούν σε διαφορετικούς κόσμους. Ο κόσμος, π.χ., του Αϊνστάιν είναι κυριολεκτικά διαφορετικός από τον κό­σμο του Νεύτωνα. Επομένως, δεν μπορούμε να λέμε ότι ο Κοπέρνικος ανακάλυψε ότι ο Πτολεμαίος και οι προγε­νέστεροι φιλόσοφοι έσφαλλαν όταν νόμιζαν πως ο Ήλιος στρέφεται περί τη Γη, επειδή η Γη του Κοπέρνικου είναι κυριολεκτικά διαφορετική από τη Γη του Πτολεμαίου.

Page 23: d y u A ^ 'A is P Ιλΐ^οsophij o·^ 4•πιστημονικές...Η επιστημονική μέθοδος υποτίθεται ότι είναι ορθολογι κή και

216 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Κουν θεωρήθηκε ότι υπονομεύει την ιδέα της επιστημονικής αλήθειας, ακόμη και την ιδέα της αντικειμενικής πραγματικότητας. Στην προέκταση αυτών των ιδεών, μερικοί υποστηρίζουν, όχι ότι η επι­στημονική γνώση είναι σχετική, αλλά ότι η πραγματι­κότητα είναι κοινωνικό κατασκεύασμα. Έτσι, π.χ., λέγε­ται ενίοτε ότι οι φυσικοί κυριολεκτικά κατασκευάζουν τα ηλεκτρόνια στα εργαστήριά τους. Σύμφωνα με την άπο­ψη αυτή, που ονομάζεται κοινωνική κατασκευασιοκρα- τία, τα ηλεκτρόνια έχουν το ίδιο οντολογικό καθεστώς με τα πολιτικά κόμματα ή με το έθνος κράτος, με την έννοια ότι και τα δύο υπάρχουν επειδή οι άνθρωποι πιστεύουν ότι αυτά υπάρχουν.

4.7 Ο σχετικισμός και ο ρόλος του Λόγου στην επιστήμη

Το έργο του Κουν, από τότε που είδε το φως της δημο­σιότητας, προκάλεσε έντονες συζητήσεις για πολλά από τα ζητήματα που αναδείχθηκαν σε αυτό. Σε κάθε αντιπα­ράθεση απόψεων περί επιστήμης είναι μεγάλο το διακύ- βευμα επειδή, όπως ήδη έχω τονίσει, το τ ι θεωρείται ως επιστημονικό έχει μεγάλο αντίκτυπο στη ζωή μας. Δεν είναι απολύτως σαφές ποιες είναι οι αντιμαχόμενες πλευ­ρές στον λεγόμενο ((πόλεμο περί της επιστήμης», δυστυ­χώς όμως και εδώ, όπως και σε σχέση με πολλά άλλα ζη­τήματα, μπορούμε να προσεγγίσουμε την εν λόγω αντι­παράθεση εξετάζοντας τις ακραίες θέσεις σε κάθε πλευρά. Από τη μια, έχουμε όσους θεωρούν την επιστήμη ως πη­γή κάθε γνώσης και τη μόνη διανοητικώς νόμιμη μορφή έρευνας. Κατ’ αυτούς, δεν είναι μόνον οι διδαχές του βι­βλίου της Γενέσεως που έχουν αποδειχθεί επιστημονικώς

4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 217

εσφαλμένες· εξίσου άχρηστοι είναι οι μύθοι κάθε άλλης κουλτούρας, επειδή η σύγχρονη επιστήμη παρέχει μια πε­ριεκτική εξήγηση για τα περισσότερα φυσικά φαινόμενα, καθώς και για την ιστορία και τη γεωγραφία της Γης και ολόκληρου του σύμπαντος. Βεβαίως, οι επιστήμονες δια­φέρουν μεταξύ τους ως προς το τ ι ευαγγελίζονται, όμως σε κάθε βιβλιοπωλείο μπορεί κανείς να βρει κείμενα που προσφέρουν μεγάλες επιστημονικές εξηγήσεις σχετικά με τη γλώσσα, τον νου, την ηθική, την ανθρώπινη συμ­περιφορά, τη δημιουργία του σύμπαντος, κ.λπ. Οι πιο ακραίοι υπέρμαχοι της επιστήμης θεωρούν ότι οι αντίπα­λοί τους είναι δεισιδαίμονες και ανορθόλογοι. Από την άλ­λη πλευρά βρίσκονται όσοι υποστηρίζουν ότι η επιστήμη δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο, και μάλιστα μπορεί να είναι και χειρότερη -ή, τουλάχιστον, όχι καλύτερη- από τους μύ­θους περί της δημιουργίας του κόσμου.

Ωστόσο, είναι δυνατόν να υπερασπίσει κανείς την ορ­θολογικότατα της επιστήμης χωρίς να δεσμεύεται απο­δεχόμενος τον αναγωγισμό αναφορικά με τον νου, την αθεΐα, την ακυρότητα κάθε άλλου είδους έρευνας, κ.ο.κ. Επιπροσθέτως, οι υπέρμαχοι της επιστημονικής ορθολο- γικότητας μπορούν κάλλιστα να επικρίνουν τις σύγχρο­νες πρακτικές σε μερικές ή σε όλες τις επιστήμες, όπως επίσης και να αντιμετωπίζουν με μεγάλο σκεπτικισμό την α ή τη β επιστημονική θεωρία. Όποιος διαθέτει έναν συγκροτημένο απολογισμό σχετικά με το πότε η επιστή­μη διεξάγεται σωστά, είναι σε θέση να κρίνει επί τη βάσει αρχών την α ή τη β επιστημονική κοινότητα. Επί παρα- δείγματι, είναι εύλογη η άποψη πως η ελεύθερη ανταλ­λαγή ιδεών και πληροφοριών αποτελούν ουσιώδη γνωρί­σματα της καλής επιστήμης. Κατά συνέπεια, αν τα εμπο­ρικά συμφέροντα όσων χρηματοδοτούν το επιστημονικό

Page 24: d y u A ^ 'A is P Ιλΐ^οsophij o·^ 4•πιστημονικές...Η επιστημονική μέθοδος υποτίθεται ότι είναι ορθολογι κή και

218 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ

έργο περιορίζουν την ελευθερία της επικοινωνίας ανάμε­σα στους επιστήμονες, αυτό είναι κάτι που μπορεί να κρι- θεί ως αντιεπιστημονικό.

Όπως δείχνει η κατά Κουν ιστορία διαφόρων επιστη­μονικών επαναστάσεων, οι επιστήμονες, ως άτομα, δεν ανταποκρίνονται στα υψηλά ιδεώδη των φιλοσόφων όταν αυτοί προβάλλουν τους επιστήμονες ως υποκείμενα με μέγιστη ορθολογικότητα, που πάντοτε λαμβάνουν απο­φάσεις βασιζόμενοι στα τεκμήρια και ανεξάρτητα από τα προσωπικά συμφέροντα και τους στρατηγικούς στό­χους τους. Αντίθετα, σύμφωνα με τον Κουν, οι επιστήμο­νες συχνά προσκολλώνται σε ένα Παράδειγμα, και κάπο­τε μάλιστα μερικά άτομα μπορεί να κάνουν τα πάντα για να διασώσουν το Παράδειγμα που ασπάζονται ενάντια σε αντιτιθέμενα τεκμήρια, φτάνοντας ίσως και να αλλοιώ­νουν πειραματικά δεδομένα, να χρησιμοποιούν τη δύναμη που διαθέτουν μέσα στους θεσμούς για να καταπνίξουν τις διαφωνίες, να χρησιμοποιούν ελαττωματική συλλογιστι­κή και ανίσχυρα επιχειρήματα για να υπερασπίσουν τα κατεστημένα, κ.τ.τ. Ενίοτε μάλιστα, καταξιωμένοι επι­στήμονες αρνούνται να δεχθούν το νέο Παράδειγμα και, αντί να πείθονται με ορθολογικά επιχειρήματα, κάποια στιγμή απλώς εκλείπουν, ενώ η νέα γενιά προχωρά και αναπτύσσει τη νέα προσέγγιση. Βεβαίως, κατακριτέες συμπεριφορές και ελαττωματική συλλογιστική μοιάζει να χαρακτηρίζουν όλες τις σφαίρες της ανθρώπινης ζωής, και θα ήταν απρόσμενο να απουσιάζουν εντελώς από την επιστήμη. Προφανώς, η ιδέα πως όλοι οι επιστήμονες εί­ναι κάτι σαν άγιοι που έχουν ως μοναδικό μέλημα την ανα­ζήτηση της αλήθειας δεν είναι ρεαλιστική και μόνο θυμη­δία μπορεί να προκαλεί. Όπως επισήμανε ο Κουν, η άσκη­ση της επιστήμης είναι εν πολλοίς υπόθεση ρουτίνας, που

4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 219

απαιτεί πολλές τεχνικές γνώσεις, όχι όμως κατ’ ανάγκη και πολλή κριτική σκέψη.

Οι περισσότεροι φιλόσοφοι της επιστήμης δέχονται σήμερα ότι στη διαμόρφωση των θεωριών τους περί επι­στήμης απαιτείται διεξοδικό ιστορικό έργο όπου πρέπει να συνεξετάζεται το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκαν κατά το παρελθόν οι επιστημονικές θεω­ρίες και ότι καλό θα ήταν να μη λαμβάνονται ως κατά κυ­ριολεξία ορθοί οι εγχειριδιακοί απολογισμοί αναφορικά με την ιστορία των επιστημών. Στις μέρες μας εξετάζε­ται με πολύ μεγαλύτερη προσοχή το τι όντως πράττουν οι επιστήμονες παρά το τ ι λένε ότι πράττουν. Η κατά Κουν αποδόμηση των παραδοσιακών ιδεών σχετικά με την επιστημονική μέθοδο και τη σχέση ανάμεσα στη θεωρία και στην παρατήρηση ενέπνευσε πολλούς ερευνητές στην ιστορία, την κοινωνιολογία και τη φιλοσοφία των επιστη­μών και της τεχνολογίας να αναλάβουν την προσεκτική μελέτη τού πώς η επιστήμη και οι σχετικές πειραματικές τεχνικές κ.τ.τ. ασκούνται εμπράκτως, ενώ πρωτύτερα η επιστημονική πρακτική συχνά δεν γινόταν αντικείμενο της έρευνας και η προσοχή εστιαζόταν στις θεωρίες.

Στο φως των όσων συζητήσαμε, μοιάζει αναπόφευ­κτος κάποιος σκεπτικισμός αναφορικά με την επιστημο­νική γνώση. Κανείς σήμερα, ούτε καν εκείνοι οι φιλόσοφοι της επιστήμης που είναι οι πιο ακραιφνείς οπαδοί του ρεα­λισμού και του ορθολογισμού, δεν θα υποστήριζε ότι όλες οι κρατούσες επιστημονικές θεωρίες είναι αποδεδειγμένα και πέραν πάσης αμφιβολίας αληθείς, ούτε καν ότι όλες τους είναι πιθανώς αληθείς. Πόσο γενικευμένος όμως θα πρέπει να είναι ένας υγιής σκεπτικισμός; Το θέμα με την κανονική επιστήμη είναι πως οι ήδη υπάρχουσες ανωμα­λίες εγκυμονούν, στην πραγματικότητα, κρίση. Αν ισχύει

Page 25: d y u A ^ 'A is P Ιλΐ^οsophij o·^ 4•πιστημονικές...Η επιστημονική μέθοδος υποτίθεται ότι είναι ορθολογι κή και

220 ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ

κάτι τέτοιο, τότε γιατί θα πρέπει να πιστεύουμε τις εκά- στοτε βέλτιστες θεωρίες; Ο Κουν έχει κατηγορηθεί ως σχετικιστής και ως οπαδός της κατασκευασιοκρατίας· ακόμη και όσοι δεν του αποδίδουν αυτές τις απόψεις, τον κατηγορούν ότι τις ενέπνευσε σε άλλους. Ωστόσο, ο Κουν επιδίωξε να διευκρινίσει τις ιδέες του και να δείξει ότι πο­τέ δεν ήταν τόσο ακραίος όσο πολλοί νομίζουν. Θα πρέπει να έχει γίνει πλέον σαφές το γιατί πολλοί φιλόσοφοι έχουν ερμηνεύσει τον Κουν ως εάν να υποστηρίζει πως οι αλλα­γές στις επιστημονικές θεωρίες καθορίζονται εν μέρει από κοινωνικούς και ψυχολογικούς παράγοντες και δεν προ­κύπτουν μόνο από την ορθολογική αποτίμηση των τεκμη­ρίων. Αυτή όμως δεν μπορεί να είναι ολόκληρη η ιστορία, επειδή όντως συμβαίνουν επαναστάσεις στην επιστημονι­κή σκέψη, ακόμη και όταν δεν είναι διόλου ευνοϊκές για το επιστημονικό κατεστημένο - αφού απαιτούν να ξαναγρα­φτούν τα εγχειρίδια κ.τ.τ. Επιπλέον, δεν μπορεί να γίνει εύκολα αποδεκτό ότι η αποδοχή θεωριών στην επιστήμη είναι απλώς θέμα ιδιοτροπίας, προκατάληψης, κ.λπ., αν συνυπολογιστούν οι απίστευτες επιτυχίες των επιστημο­νικών και των τεχνολογικών εφαρμογών τους.

Στο ύστερο έργο του ο Κουν προσπάθησε να πάρει απο­στάσεις από τις ακραίες απόψεις που δεν δίνουν κανέναν ρόλο στην ορθολογικότητα σε σχέση με την επιστημο­νική πρόοδο και δεν επιτρέπουν την αξιολογική σύγκρι­ση μεταξύ θεωριών που ανήκουν σε διαφορετικά Παρα­δείγματα. Κατά τον ύστερο Κουν, οι ακόλουθες βασικές αξίες είναι κοινές σε όλα τα Παραδείγματα:

• Μια θεωρία θα πρέπει να είναι, στο πεδίο της, εμπειρι- κώς ακριβής.

4. ΕΠ Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚΟ ΤΗ ΤΑ 221

• Μια θεωρία θα πρέπει να είναι λογικώς συνεπής σε σχέ­ση με άλλες θεωρίες που γίνονται δεκτές.

• Μια θεωρία θα πρέπει να έχει ευρύτητα και όχι απλώς να καλύπτει τα γεγονότα για την εξήγηση των οποίων πρωτοδιατυπώθηκε.

• Μια θεωρία θα πρέπει να είναι κατά το δυνατόν απλή.

• Μια θεωρία θα πρέπει να είναι γόνιμη, με την έννοια ότι θα πρέπει να παρέχει ένα πλαίσιο για διαρκή έρευνα.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Κουν αποφεύγει τον πλήρη ανορ- θολογισμό επειδή οι εν λόγω αξίες οριοθετούν κάπως το ποιες θεωρίες μπορούν ελλόγως να δέχονται οι επιστήμο­νες. Από την άλλη, οι αξίες αυτές δεν αρκούν για να καθο­ρίσουν ποιες αποφάσεις πρέπει οι επιστήμονες να λαμβά­νουν στις περισσότερες ενδιαφέρουσες περιπτώσεις, επει­δή οι εν λόγω αξίες ενδέχεται να έρχονται σε σύγκρουση η μία με την άλλη: μια θεωρία μπορεί να είναι απλή, αλλά να μην είναι ακριβής, ή να είναι γόνιμη, αλλά να μην είναι ευρεία, κ.ο.κ. Επιπροσθέτως, μια αξία όπως η απλότητα μπορεί να νοείται ποικιλοτρόπως, ανάλογα με τις παραδο­χές υποβάθρου, κ.λπ.

Ανεξάρτητα από το αν και κατά πόσον είναι συμβατός με τη φιλοσοφία της επιστήμης κατά Κουν ένας ρόλος για την ορθολογικότητα κατά την αλλαγή θεωριών, είναι σα­φές ότι η θεωρία του απειλεί να υπονομεύσει κάθε μια από τις επτά πτυχές της παραδοσιακής θεώρησης της επιστή­μης με την οποία ξεκίνησα το παρόν κεφάλαιο. Η επιστή­μη δεν είναι σωρευτική, επειδή οι εναλλαγές Παραδειγμά­των συνυφαίνονται με την εγκατάλειψη των παλαιών θε­ωριών και όχι με τη σταθερή συσσώρευση γνώσης. Η επι­στήμη δεν είναι ενοποιημένη, επειδή τα πάντα εντός ενός υποκλάδου της επιστήμης εξαρτώνται από το εκάστοτε

Page 26: d y u A ^ 'A is P Ιλΐ^οsophij o·^ 4•πιστημονικές...Η επιστημονική μέθοδος υποτίθεται ότι είναι ορθολογι κή και

222 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ

κυρίαρχο Παράδειγμα που γενικώς δεν είναι κοινό μετα­ξύ διαφορετικών επιστημών. Δεν υπάρχει ουδέτερη σκο­πιά από την οποία μπορεί να αξιολογούνται οι θεωρίες και, άρα, το πλαίσιο της δικαιολόγησης είναι μια ψευδαί­σθηση, όπως ψευδαίσθηση είναι και η ενιαία λογική ανα­φορικά με την εμπειρική δοκιμασία των θεωριών, εφόσον όλες οι κρίσεις αναφορικά με την αξία μιας θεωρίας εκφέ- ρονται εντός του εκάστοτε Παραδείγματος. Η επιστήμη δεν είναι απαλλαγμένη αξιών, επειδή κοινωνικοί και ψυ­χολογικοί παράγοντες διαδραματίζουν ανεξάλειπτο ρόλο στην επιλογή θεωριών και, ως εκ τούτου, δεν υπάρχει αυ­στηρή διάκριση ανάμεσα στις επιστημονικές θεωρίες και σε άλλα συστήματα πίστεων. Ο μόνος τρόπος που έχουμε για να ξεχωρίζουμε την επιστήμη από τη «μη επιστήμη» είναι με αναφορά στην επίλυση γρίφων που χαρακτηρί­ζει την κανονική επιστήμη, και στις πέντε βασικές, κατά Κουν, επιστημονικές αξίες, χωρίς ωστόσο να είναι δυνατή η σχετική ιεράρχηση των εν λόγω αξιών - ως εκ τούτου, η αναλυτική αξία τους δεν είναι μεγάλη.

Όσοι δεν πείθονται από τους πιο ριζοσπαστικούς ισχυ­ρισμούς της κατά Κουν φιλοσοφίας της επιστήμης εξακο­λουθούν να πρέπει να εξηγήσουν τη φύση της επιστημο­νικής μεθόδου. Στο δεύτερο μέρος του ανά χείρας βιβλίου θα εξακολουθήσουν να υφέρπουν ερωτήματα σχετικά με την επιστημονική μέθοδο, ο κύριος στόχος όμως θα είναι η σύγχρονη συζήτηση για το αν πρέπει να πιστεύουμε, όχι μόνο τις εμπειρικές γενικεύσεις που εμπεριέχει η επιστή­μη, αλλά και τις μη παρατηρήσιμες οντότητες και διεργα­σίες που περιγράφουν οι σύγχρονες επιστήμες.

4. Ε Π Α Ν Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΘ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ 223

Αλίκη: Δεν αρνούμαι ότι η επιστήμη αλλάζει κάποτε ρι­ζικά, αυτό όμως δεν είναι κάτι που συμβαίνει συ­χνά, και εξακολουθώ να πιστεύω ότι οι σημερι­νές θεωρίες είναι καλύτερες από τις περασμένες.

Θωμάς: Ναι, αλλά δεν βλέπεις το προφανές - όταν οι επι­στήμονες αξιολογούν θεωρίες, την κρίση τους επηρεάζουν ενίοτε οι πίστεις υποβάθρου και οι αξίες τους.

Αλίκη: Κοίτα, ασφαλώς οι κοινωνικοί παράγοντες βρα­χυπρόθεσμα επηρεάζουν την επιστήμη, μακρο­πρόθεσμα όμως κερδίζουν όσες θεωρίες είναι αληθείς.

Θωμάς: Όμως οι αποφάσεις μας για το ποιες θεωρίες είναι αληθείς δεν λαμβάνονται μηχανικά, κά­νοντας πειράματα. Πρέπει να βλέπουμε πώς οι εκάστοτε θεωρίες εναρμονίζονται με την υπόλοι­πη επιστήμη, και αυτό κάνει ολόκληρο το έργο της αξιολόγησης των θεωριών όχι απόλυτο, αλ­λά σχετικό.

Αλίκη: Ώς έναν βαθμό αυτό ίσως ισχύει, στο τέλος όμωςμια θεωρία θα δουλεύει ή δεν θα δουλεύει, κι αυτό είναι η αληθινή δοκιμασία. Εννοώ πως ο λόγος που ο κόσμος πιστεύει στα άτομα, στα μόρια και τα παρόμοια, είναι επειδή αυτό μας βοήθησε να κατασκευάσουμε υπολογιστές, να σχεδιάσουμε νέα φάρμακα και να στέλνουμε πυραύλους στη Σελήνη. Δεν μπορείς να αρνηθείς τη δύναμη της επιστήμης. Άτομα που ασπάζονται κάθε λογής αξίες χρησιμοποιούν τις θεωρίες της σύγχρονης επιστήμης γιατί αυτές δουλεύουν.

Θωμάς: Αυτό λοιπόν μένει τελικά από την επιστημονική σου μέθοδο; Ό,τι δουλεύει πρέπει να είναι σωστό.

Page 27: d y u A ^ 'A is P Ιλΐ^οsophij o·^ 4•πιστημονικές...Η επιστημονική μέθοδος υποτίθεται ότι είναι ορθολογι κή και

224 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ

Πού μας θέτει αυτό αναφορικά με το Μπιγκ Μπανγκ; Δεν νομίζω να χρησιμοποιείται τόσο πολύ αυτή η θεωρία.

Αλίκη: Νομίζω πως, στην πραγματικότητα, δεν ξέρω τιαφορά η επιστημονική μέθοδος. Ίσως να αφορά περισσότερο το τι κάνουν οι επιστήμονες συνο­λικά όταν συζητούν ιδέες και μοιράζονται πλη­ροφορίες, παρά το ότι κάθε επιστήμονας ως άτο­μο πρέπει να είναι εντελώς ανοιχτόμυαλος και να ακολουθεί μια διαδικασία. Όσο για το Μπιγκ Μπανγκ, πιστεύω σ’ αυτό επειδή ταιριάζει με τις καλύτερες θεωρίες μας και επίσης εξηγεί και προβλέπει ό,τι παρατηρούμε με τηλεσκόπια και με άλλες συσκευές.

Θωμάς: Ναι, αλλά οι θεωρίες δεν χρειάζεται να είναι αλη­θείς για να περιγράφουν σωστά ό,τι παρατη­ρούμε.

Προς μελέτη

Η κατά Κουν φιλοσοφία της επιστήμης

Hacking, I. (1983) Representing and Intervening, Εισαγωγή και Κεφάλαιο 5, Καίμπριτζ: Cambridge University Press.

Hoyningen-Huene, P. (1993) Reconstructing Scientific Revolutions: Thomas Kuhn’s Philosophy of Science, Σικάγο: University of Chica­go Press.

Kuhn, T .S . (1962, 21970) The Structure of Scientific Revolutions, Σικάγο: University of Chicago Press.

Kuhn, T .S . (1977) The Essential Tension, Σικάγο: University of Chi­cago Press.

Lakatos, I. και Musgrave, Α. (επιμ.) (1970) Criticism and the Growth of Knowledge, Καίμπριτζ: Cambridge University Press.

Η κοπερνίκεια επανάσταση

Feyerabend, Ρ. (1977) Against Method, Λονδίνο: New Left Books.Kuhn, T .S . (1957) The Copemican Revolution: Planetary Astronomy in

the Development of Western Thought, Καίμπριτζ, MA: Harvard Uni­versity Press.

Η παρατήρηση είναι έμφορτη θεωρίας

Churchland, P. (1979) Scientific Realism and the Plasticity of Mind, Καίμπριτζ: Cambridge University Press.

Couvalis, G. (1997) The Philosophy of Science: Science and Objectivity, Κεφάλαιο 1, Λονδίνο: Sage.

Feyerabend, P. (1977) Against Method, Κεφάλαια 6-11, Λονδίνο: New Left Books.

Hacking, I. (1983) Representing and Intervening, Εισαγωγή και Κεφάλαιο 5, Καίμπριτζ: Cambridge University Press.

Hanson, N.R. (1958) Patterns of Discovery, Καίμπριτζ: Cambridge University Press.

Ασνμμετρότητα

Hacking, I. (1983) Representing and Intervening, Κεφάλαιο 6, Καίμπριτζ: Cambridge University Press.

Papineau, D. (1979) Theory and Meaning, Οξφόρδη: Oxford Univer­sity Press.

Shapere, D. (1981) ‘Meaning and scientific change’ , στο: I. Hacking (επιμ.) Scientific Revolutions, Οξφόρδη: Oxford University Press.

Η ορθολογικότητα της επιστήμης

Feyerabend, P. (1977) Against Method, Λονδίνο: New Left Books.Hacking, I. (επιμ.) (1981) Scientific Revolutions, Οξφόρδη: Oxford

University Press.Kitcher, P. (1993) The Advancement of Science: Science without Legend,

Objectivity without Illusions, Οξφόρδη: Oxford University Press.Laudan, L. (1977) Progress and its Problems, Μπέρκλε'ι: University of

California Press.Laudan, L. (1984) Science and Values, Μπέρκλεϊ: University of Califor­

nia Press.Newton-Smith, W. (1981) The Rationality of Science, Λονδίνο: Rout-

ledge.

4. ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ 225

Page 28: d y u A ^ 'A is P Ιλΐ^οsophij o·^ 4•πιστημονικές...Η επιστημονική μέθοδος υποτίθεται ότι είναι ορθολογι κή και

226 Τ Ι ΕΙΝΑΙ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ

Η κοινωνιολογία της επιστήμης

Barnes, Β., Bloor, D. και Henry, J . (1996) Scientific Knowledge: A Socio­logical Analysis, Λονδίνο: Athlone.

Merton, R.K. (1973) The Sociology of Science, Σικάγο: University of Chicago Press.

Κατασκευασιοκρατία

Kukla, A. (2000) Social Constructivism, and the Philosophy of Science, Λονδίνο: Routledge.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΡΕΑΛΙΣΜΟΣ: ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ