Προστασία των Υδάτωνikee.lib.auth.gr/record/68532/files/gri-2007-219.pdf ·...

79
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Προστασία των Υδάτων ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Επιβλέπουσα καθηγήτρια:Ευαγγελία Κουτούπα‐ Ρεγκάκου. Χρυσούλα Βασιλείου Υπότροφος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών Θεσσαλονίκη 2006

Transcript of Προστασία των Υδάτωνikee.lib.auth.gr/record/68532/files/gri-2007-219.pdf ·...

  • ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 

    ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 

    ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΥ 

    ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ 

      

    Προστασία των Υδάτων 

     ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 

     Επιβλέπουσα καθηγήτρια:Ευαγγελία Κουτούπα‐

    Ρεγκάκου.  

    Χρυσούλα Βασιλείου  

    Υπότροφος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών  

    Θεσσαλονίκη 2006  

  • 1

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ   

    Από  την  εμφάνισή  του στη Γη μέχρι  και  σήμερα ο άνθρωπος  εξαρτάται 

    από το νερό. Το νερό είναι ένας από τους πολυτιμότερους ανανεώσιμους 

    φυσικούς πόρους και έχει ουσιαστική σημασία για τη ζωή, διότι αποτελεί 

    βασικό συστατικό όλων των οργανισμών, μεταφορικό μέσο και σπουδαίο 

    φορέα ενέργειας. Σε σχέση με άλλους φυσικούς πόρους το νερό έχει μια 

    ιδιαιτερότητα: είναι μοναδικό και αναντικατάστατο.  

    Τις  τελευταίες  δεκαετίες,  όμως,  η  αύξηση  του  πληθυσμού  της  γης,  η 

    εντατικοποίηση  της  γεωργίας  και  η  ανάπτυξη  της  βιομηχανίας  και  του 

    τουρισμού  έχουν  ως  αποτέλεσμα  την  αύξηση  της  ζήτησης  του  νερού. 

    Επιπλέον,  η  μόλυνση  των  υδατικών  πόρων  από  στερεά  και  υγρά 

    απόβλητα,  οι  κλιματικές  αλλαγές  και  η  αύξηση  της  θερμοκρασίας  του 

    πλανήτη  και  πολύ περισσότερο  οι  αλόγιστες  επεμβάσεις  του  ανθρώπου 

    στο  φυσικό  περιβάλλον  έχουν  ως  αποτέλεσμα  τη  συνεχή  μείωση  των 

    αποθεμάτων νερού.  

    Συνεπώς,  η  ορθολογική  χρήση  του  νερού,  που  θα  εξασφαλίζει  την 

    ικανοποίηση των σημερινών αναγκών, αλλά ταυτόχρονα θα εγγυάται και 

    τη διασφάλιση των αναγκών των επόμενων γενεών, κατά τα πρότυπα της 

    αειφόρου (βιωσίμου) ανάπτυξης, αποτελεί επιτακτική ανάγκη. 

    Από τη θέση αυτή θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά την επιβλέπουσα 

    καθηγήτρια  κ.  Ευαγγελία  Κουτούπα  για  την  έμπρακτη  υποστήριξή  και 

    βοήθεια  που  μου  προσέφερε  κατά  την  εκπόνηση  της  διπλωματικής 

    εργασίας,  καθώς  και  το  Ίδρυμα  Κρατικών  Υποτροφιών  (ΙΚΥ)  για  τη 

    στήριξη  της  προσπάθειάς  μου  αυτής  με  τη  χορήγηση  υποτροφίας  καθ΄ 

    όλη τη διάρκεια των μεταπτυχιακών μου σπουδών. 

      

      Θεσσαλονίκη Νοέμβριος 2006,    Χρυσούλα Ι. Βασιλείου   

     

  • 2

    ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 

     

    Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ…………………….………………………….……………….5 

     

    Β. ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ 

    ΠΟΡΩΝ. ………………………………………………………………………9 

    Ι. Τα διεθνή δεδομένα για τη διαχείριση των υδατικών πόρων…...….9 

    ΙΙ. Η Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το περιβάλλον στο Ρίο 

    το  1992  και  το  3ο  Παγκόσμιο  Φόρουμ  για  τα  νερά  στο  Κιότο  της 

    Ιαπωνίας το Μάρτιο 2003………………………………………………….11 

    ΙΙΙ.  Οι  διεθνείς  Συμβάσεις  για  τη  διαχείριση  των  υδατικών 

    πόρων……………………………………………………………………...…12 

     

     

    Γ. ΤΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ 

    ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ  ΤΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ……….14 

    Ι.  Tο  κοινοτικό  δίκαιο  των  υδατικών  πόρων  πριν  από  την  οδηγία‐

    πλαίσιο 2000/60…………………………………………………………..…14 

    ΙΙ. Η Οδηγία 2000/60/ΕΚ για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης 

    στον τομέα της πολιτικής των υδάτων………………………………….17 

    i. Εισαγωγικά……………………………………………………………...17 

    ii. Σκοπός και πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ‐ Οι βασικοί στόχοι της 

    οδηγίας…………………………………………………………………….…21 

    iii. Η αρχή της αειφορίας ως βασική αρχή της οδηγίας…………….22 

    iv.  Ο  συνδυασμός  ποιοτικής  και  ποσοτικής  διάστασης  για  την 

    προστασία των υδατικών πόρων………………………………………...23 

  • 3

    v. Οι περιοχές λεκάνης απορροής ποταμού ως διοικητικό πλαίσιο 

    για τη διαχείριση των υδάτινων πόρων………………………………...24 

    vi.  Η  επίτευξη  της  καλής  κατάστασης  των  υδάτων  ως  κεντρική 

    επιδίωξη της οδηγίας…………………………………………………..….27 

    vii.  Τα  προγράμματα  μέτρων:  ένα  βασικό  εργαλείο  της 

    οδηγίας………………………………………………………………………33 

    viii. Τα Σχέδια Διαχείρισης ως κεντρικό εργαλείο για την επίτευξη 

    των στόχων της οδηγίας…………………………………………………..41 

    ix.  Κοινοτικές  στρατηγικές  για  την  καταπολέμηση  της  ρύπανσης 

    του ύδατος…………………………………………………………………...45 

    x. Η ανάκτηση του κόστους χρήσης (άρθρο 9)…………………….....48 

    xi. Συμπεράσματα………………………………………………………..53 

     

     

    Δ. Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ 

    ΔΙΚΑΙΟ………………………………………………………………………55 

    I. Η προστασία  των υδάτων από τις  διατάξεις  του αστικού και  του 

    ποινικού δικαίου……………………………………………………………55  

    II. Η προστασία των υδάτων από το νόμο 1650/1986………………….57 

    III.  Η  πρώτη  ολοκληρωμένη  προσπάθεια  θεσπίσεως  ενός 

    συστήματος  ορθολογικής  διαχείρισης  των  υδατικών  πόρων  –  ο 

    νόμος 1739/1987……………………………………………………………..57 

    IV.  Ο  νόμος  3199/2003  περί  «Προστασίας  και  διαχείρισης  των 

    υδάτων»‐Ενσωμάτωση με την οδηγία 2000/60/ΕΚ ……………………65 

    i. Εισαγωγικά……………………………………………………………...65 

    ii. Το κανονιστικό περιεχόμενο του νόμου 3199/2003……………….66 

  • 4

    iii. Μια πρώτη γενική κριτική του νόμου 1399/2003…………………68 

    iv.  Η  εφαρμογή  του  ν.  3199/2003  σε  σχέση  με  το  κοινοτικό 

    δίκαιο………………………………………………………………………....69  

    v.  Η  εφαρμογή  του  ν.  3199/2003  σε  σχέση  με  το  εσωτερικό 

    δίκαιο………………………………………………………………………....70 

    vi. Συμπερασματικά…………………………………………………..….72  

     

    Ε. ΕΠΙΛΟΓΟΣ……………………………………………………………….74 

     

    ΣΤ. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ……………………………………………………….75 

     

     

     

                        

  • 5

    Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ  Προτού  παρουσιάσουμε  το  θεσμικό  πλαίσιο  δράσης  για  την  προστασία 

    και διαχείριση των υδάτων σε διεθνές, κοινοτικό και εθνικό επίπεδο καλό 

    είναι να αποσαφηνισθεί η έννοια των όρων « υδατικοί πόροι» και «υδατικό 

    δυναμικό».  

    Με τον όρο «υδατικοί πόροι» εννοούμε το συνολικό όγκο του νερού που 

    βρίσκεται  σε  μια  συγκεκριμένη  περιοχή,  τον  οποίο  μπορούμε  να 

    αξιοποιήσουμε  και  ο  οποίος  είναι  φυσικά  ανανεώσιμος  μέσα  σε  έναν 

    ετήσιο  ή  υπερετήσιο  κύκλο.  Οι  υδατικοί  πόροι  διακρίνονται  σε 

    πρωτογενείς,  που  περιλαμβάνουν  όλες  τις  ποσότητες  του  νερού  και 

    προέρχονται από τους υπό εκμετάλλευση υδροφορείς και τα επιφανειακά 

    νερά  και  σε  δευτερογενείς,  που  προέρχονται  από  ανακύκλωση  και 

    επεξεργασία αστικών και βιομηχανικών νερών και μπορούν στη συνέχεια 

    να αξιοποιηθούν. 

    Υδατικό δυναμικό μιας περιοχής ονομάζουμε τη συνολική επιφανειακή 

    και υπόγεια ποσότητα των υδατικών πόρων. Η γνώση της ποσότητας και 

    της ποιότητας των υδατικών πόρων μιας περιοχής και των χωροχρονικών 

    διακυμάνσεών  τους  επιτρέπει  το  μακροπρόθεσμο  σχεδιασμό  ανάπτυξης 

    αυτής  της  περιοχής.  Αν  αγνοηθούν  οι  παραπάνω  προϋποθέσεις 

    οδηγούμαστε σε μια διαρκώς αυξανόμενη περιβαλλοντική και κοινωνική 

    υποβάθμιση  και  κατασκευή  υψηλού  κόστους  υδρονομικών  και 

    υδραυλικών  έργων,  τα  οποία  έχουν  ως  αποτέλεσμα  την  οικονομική 

    επιβάρυνση των πολιτών. 

     Το  60%  των  υδατικών  πόρων  βρίσκεται  σε  λίμνες,  το  33%  στο 

    υπέδαφος  και  μόνο  το  1%  σε  ποτάμια.  Παρόλο  που  οι  υδατικοί  πόροι 

    αποτελούν το 0,7% της συνολικής ποσότητας ύδατος της γης, οι σχετικές 

    μελέτες υποστηρίζουν ότι θα επαρκούσε για να καλυφθούν πλήρως όλες 

    οι ανθρώπινες ανάγκες. Δυστυχώς,  όμως,  και σύμφωνα με στοιχεία που 

  • 6

    παραθέτει  σε  σχετική  έκθεση  ο  Παγκόσμιος  Οργανισμός  Υγείας  σε 

    συνεργασία με  τη UNICEF,  στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς  το 

    αντίθετο, καθώς πάνω από 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι σε όλο τον κόσμο 

    δεν  έχουν  πρόσβαση  σε  πόσιμο  νερό  και  πάνω  από  2,5  δισεκατομμύρια 

    άνθρωποι κινδυνεύουν από την έλλειψη βασικών προϋποθέσεων υγιεινής 

    που σχετίζονται άμεσα με το νερό.  

    Η  ανισότητα  αυτή  και  το  παγκόσμιο  κοινωνικό  πρόβλημα  που  αυτή 

    συνεπάγεται οφείλονται στους εξής λόγους:  

    i) οι υπάρχοντες υδατικοί πόροι δεν είναι κατανεμημένοι ομοιόμορφα 

    στο χώρο και στο χρόνο. Υπάρχουν περιοχές όπως η Βόρεια Αφρική και η 

    Μέση Ανατολή, οι οποίες πλήττονται από μεγάλη ξηρασία και, αντίθετα, 

    περιοχές  όπως  η  Βόρεια  Ευρώπη,  οι  οποίες  αντιμετωπίζουν  σοβαρά 

    προβλήματα πλημμυρών λόγω των διαρκών και εντόνων βροχοπτώσεων. 

    Όπως δε είναι φυσικό, τα προβλήματα αυτά αυξομειώνονται ανάλογα με 

    την εποχή του χρόνου στην οποία κανείς αναφέρεται. Μάλιστα, με βάση 

    τις  κλιματικές  αλλαγές  που  λαμβάνουν  χώρα  στον  πλανήτη, 

    υπολογίζεται  ότι  μέχρι  το  2070  όλη  η  Νότια  Ευρώπη  θα  αντιμετωπίζει 

    σοβαρά προβλήματα ξηρασίας, ενώ η Βόρεια θα πρέπει να αντεπεξέρθει 

    σε πολύ εντονότερες βροχοπτώσεις,  

    ii)  το  νερό  πέρα  από  φυσικό  αγαθό,  προορισμένο  να  καλύπτει  τις 

    βασικές  ανάγκες  του  ανθρώπου,  αποτελεί  ταυτόχρονα  και  οικονομικό 

    αγαθό το οποίο μπορεί να αποφέρει, άμεσα η έμμεσα, τεράστια κέρδη. Η 

    εμφιάλωση  υδάτων  ανώτερης  ποιότητας,  η  εντατική  άρδευση 

    συγκεκριμένων  περιοχών,  προκειμένου  να  μεγιστοποιηθεί  η  γεωργική 

    παραγωγικότητά  τους,  και  η  παραγωγή  υδροηλεκτρικής  ενέργειας  είναι 

    μερικές μόνο από τις δυνατές χρήσεις των υπαρχόντων υδατικών πόρων 

    που μπορούν να αποφέρουν οικονομικά αποτελέσματα. 

    Στην  Ελλάδα,  ειδικότερα,  το  συνολικό  ανανεώσιμο  ετήσιο  δυναμικό 

    υπολογίζεται  σε  70  δισεκατομμύρια  κυβικά  μέτρα  και  η  συνολική 

  • 7

    κατανάλωση  σε  5,5  δισεκατομμύρια  κυβικά  μέτρα.  Από  αυτά  το  80‐84% 

    χρησιμοποιείται στην γεωργία για άρδευση, το 13‐15% για αστική χρήση, 

    συμπεριλαμβανομένων και  των τουριστικών αναγκών,  και  το 2,5‐4% για 

    βιομηχανική χρήση και παραγωγή ενέργειας.  

    Από  την σύγκριση  της προσφοράς  και  της  ζήτησης ύδατος στη χώρα 

    μας  θα  μπορούσε  κάποιος  να  οδηγηθεί  στο  συμπέρασμα  ότι  δεν 

    αντιμετωπίζει  έντονα  προβλήματα  λειψυδρίας.  Εντούτοις,  η  ανισομερής 

    κατανομή του υδατικού δυναμικού της  (ενώ ο μέσος όρος είναι 6.000 κ.μ. 

    ετησίως  ανά άτομο,  στα  νησιά  του Αιγαίου  είναι  2.478  κ.μ.  ετησίως ανά 

    άτομο),  σε  συνδυασμό  με  την  εκτεταμένη  ακτογραμμή,  τις  λεκάνες 

    απορροής  μικρού  μεγέθους,  τις  διασυνοριακές  εξαρτήσεις,  το  κύμα 

    αστυφιλίας  της  περιόδου  1960–1980  και  την  άνιση  κατανομή  του 

    πληθυσμού,  την  εποχικότητα  της  ζήτησης,  τον  πολλαπλασιασμό  των 

    τουριστικών  και  βιομηχανικών  δραστηριοτήτων  και  την  αύξηση  της 

    γεωργικής  παραγωγής  δημιουργούν  και  στην  Ελλάδα  την  ανάγκη  για 

    ανθρώπινη επέμβαση και διαχείριση των υδατικών πόρων.  

    Η επέμβαση αυτή κατευθύνθηκε στην Ελλάδα προς το υπέδαφος. Με 

    την  ανάπτυξη  της  τεχνολογίας  για  άντληση  υδάτων,  την  παντελή 

    απουσία  νομοθετικού  πλαισίου  και  ελέγχου  για  τις  γεωτρήσεις  και  την 

    υποτιμολόγηση του αρδευτικού ύδατος, ο υδροφόρος ορίζοντας της χώρας 

    υπεραντλήθηκε και τείνει να εξαφανιστεί δίνοντας τη θέση του στο νερό 

    της  θάλασσας  (υφαλμύρινση).  Σε  αυτό  συντελεί  και  ο  περιορισμός  των 

    βροχοπτώσεων  την  τελευταία  δεκαετία  καθώς  και  η  σημαντική  μείωση 

    των  δασικών  εκτάσεων  λόγω  των  πυρκαγιών,  η  οποία  έχει  ως 

    αποτέλεσμα  να  αυξηθεί  η  επιφανειακή  απορροή  των  υδάτων  προς  την 

    θάλασσα  και  να  μειωθεί  αντιστοίχως  η  ποσότητα  των  υδάτων  που 

    καταλήγουν  στους  υπόγειους  υδροφορείς.  Παράλληλα,  τόσο  τα 

    επιφανειακά  όσο  και  τα  υπόγεια  ύδατα  ρυπαίνονται  από  την  χρήση 

    νιτρικών, φυτοφαρμάκων και από τα βιομηχανικά και τα αστικά λύματα 

  • 8

    με ανυπολόγιστες επιπτώσεις στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον. 

    Ενόψει  των  διαπιστώσεων  αυτών  καθίσταται  αναγκαία  η  ύπαρξη  ενός 

    ενιαίου  νομοθετικού  συστήματος  διαχείρισης  και  προστασίας  των 

    υδατικών πόρων της χώρας. 

    Από  τα    τέλη  της  δεκαετίας  του  ΄80,  το  πλαίσιο  της  διαχείρισης  των 

    υδατικών  πόρων  σε  εθνικό  επίπεδο  καθοριζόταν  από  τον Ν  1739/1987  « 

    Διαχείριση  των  υδατικών  πόρων  και  άλλες  διατάξεις».  Το  2000,  όμως,  η 

    Ευρωπαϊκή  Ένωση  εξέδωσε  την  οδηγία  2000/60/ΕΚ  του  Ευρωπαϊκού 

    Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2000 για τη θέσπιση 

    πλαισίου  κοινοτικής  δράσης  στον  τομέα  της  πολιτικής  υδάτων  καθώς 

    επίσης και την Απόφαση 2455/2001/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και 

    του Συμβουλίου της 20ής Νοεμβρίου 2001 για τη θέσπιση του καταλόγου 

    ουσιών  προτεραιότητας  στον  τομέα  της  πολιτικής  των  υδάτων  και 

    τροποποίησης της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Το εθνικό δίκαιο εναρμονίζεται με 

    την Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 

    της 23ης Οκτωβρίου 2000, με τις διατάξεις του Ν 3199/2003 «Προστασία και 

    διαχείριση των υδάτων» και των κανονιστικών πράξεων που αναμένεται 

    να εκδοθούν κατ΄ εξουσιοδότησή του. 

    Στο  παρόν  σύγγραμμα  θα  παρουσιάσουμε  καταρχήν  το  διεθνές 

    πλαίσιο για τη διαχείριση των υδατικών πόρων, στη συνέχεια το θεσμικό 

    πλαίσιο  της  κοινοτικής  δράσης  στον  ίδιο  τομέα  και  τέλος  το  εγχώριο 

    δίκαιο και την εναρμόνισή αυτού προς το κοινοτικό δίκαιο.   

     

      

     

     

     

     

     

  • 9

    Β.  ΤΟ  ΔΙΕΘΝΕΣ  ΠΛΑΙΣΙΟ  ΓΙΑ  ΤΗ  ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ  ΤΩΝ  ΥΔΑΤΙΚΩΝ 

    ΠΟΡΩΝ.  

     

     

    Ι. Τα διεθνή δεδομένα για τη διαχείριση των υδατικών πόρων. 

     

    Όπως  έχει  ήδη  τονιστεί,  το  νερό  είναι  ένας  από  τους  πολυτιμότερους 

    ανανεώσιμους φυσικούς πόρους και η ύπαρξη του συνδέεται άμεσα με τη 

    συνέχιση  της  ζωής.  Είναι  λοιπόν  φανερό  ότι  το  νερό  αποτελεί  αγαθό 

    υψίστης στρατηγικής σημασίας και η διαχείρισή του αποτελεί ένα σοβαρό 

    πρόβλημα σε παγκόσμιο επίπεδο γι΄ αυτό και απασχολεί διεθνή συνέδρια 

    και διεθνείς οργανισμούς. 

    Η  περιβαλλοντική  κρίση  και  ειδικότερα  η  κρίση  του  νερού  και  η 

    περιβαλλοντική  προβληματική  που  αναπτύχθηκε  άρχισε  να  κάνει  την 

    εμφάνισή της από τη δεκαετία του ΄70. Από τις αρχές αυτής της δεκαετίας 

    διατυπώνεται μια σειρά διακηρύξεων που θεωρούν ότι το περιβαλλοντικό 

    ζήτημα αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της κοινωνικής και οικονομικής 

    ανάπτυξης. 

    Οι  έννοιες  της  αειφορίας  και  της  βιώσιμης  ανάπτυξης  αρχίζουν  να 

    αποτελούν  απαραίτητο  συστατικό  περιγραφής  στόχων,  υποδείξεων  και 

    διαμόρφωσης πολιτικής, καθώς και σημαντικό κριτήριο αξιολόγησης της 

    κοινωνικής,  οικονομικής  και  περιβαλλοντικής  ανάπτυξης  και  πορείας 

    μιας περιοχής. 

    Η έκθεση Brundland το 1987 μετά από επεξεργασία τριών ετών έδωσε, 

    μεταξύ των άλλων, τις απαραίτητες οδηγίες στα κράτη για την επίτευξη 

    της αειφορικής διαχείρισης των υδατικών πόρων. 

     

     

  • 10

    Οι  αρχές  της  δεκαετίας  του  1990  σημαδεύονται  από  το  διεθνές 

    συνέδριο του Δουβλίνου, το οποίο ήταν εστιασμένο στη βιώσιμη ανάπτυξη 

    και  το  νερό.  Στο  συνέδριο  αυτό  αναγνωρίζεται  η  πραγματική  αξία  του 

    νερού ως  οικονομικού αγαθού  και  επιπλέον,  προσεγγίζεται  η  κοινωνική 

    και η περιβαλλοντική του διάσταση. 

    Μάλιστα  επειδή  οι  υδατικοί  πόροι  γίνονται  ολοένα  και  πιο  σπάνιοι, 

    αναμένεται, όπως επανειλημμένα έχει τονίσει ο γενικός γραμματέας των 

    Ηνωμένων Εθνών Κόφι Αννάν,  ο  ισχυρός  ανταγωνισμός  για  το  καθαρό 

    και  φρέσκο  νερό  να  αποτελέσει  στο  μέλλον  μια  από  τις  αιτίες 

    συγκρούσεων  και  πολέμων.  Ήδη  το  πρόβλημα  του  ελέγχου  της 

    διαχείρισης  των  υδάτινων  πόρων  στην  περιοχή  της  Μέσης  Ανατολής 

    αποτελεί  μια  από  τις  αιτίες  συγκρούσεων,  ενώ  η  κατασκευή  του 

    σχεδιαζόμενου  φράγματος  του  Ιλισού  στην  Τουρκία,  που  αφορά  στη 

    διαχείριση  των  νερών  του  Τίγρη  και  του  Ευφράτη,  δημιουργεί  σοβαρά 

    προβλήματα συνεννόησης με τις γειτονικές χώρες. Οι συγκρούσεις αυτές 

    αναμένεται  να  ενταθούν,  καθώς  το  νερό  ως  βασικό  συστατικό  του 

    λεγόμενου  «φυσικού  κεφαλαίου»,  γίνεται  ολοένα  και  πιο  σπάνιο.  Σε 

    σχέση με το 1960 έχει μειωθεί κατά 58% εξαιτίας της δραματικής αύξησης 

    του πληθυσμού της γης από 2,5 σε 6 δισεκατομμύρια. 

    Με βάση τα παραπάνω στοιχεία η ανάληψη της δέσμευσης να μειωθεί 

    στο μισό ο αριθμός των ατόμων που δεν έχουν πρόσβαση σε πόσιμο νερό 

    και βασικές  εγκαταστάσεις υγιεινής  έως  το  2015  θεωρήθηκε μια από τις 

    πιο  σημαντικές  επιτυχίες  της  Παγκόσμιας  Διάσκεψης  των  Ηνωμένων 

    Εθνών,  που  πραγματοποιήθηκε  το  Σεπτέμβρη  του  2002  στο 

    Γιοχάνεσμπουργκ. 

     

     

     

  • 11

    ΙΙ. Η Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το περιβάλλον στο Ρίο 

    το  1992  και  το  3ο  Παγκόσμιο  Φόρουμ  για  τα  νερά  στο  Κιότο  της 

    Ιαπωνίας το Μάρτιο 2003.  

     

    Η Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το περιβάλλον στο Ρίο το 1992 

    υιοθετεί την αειφόρο ανάπτυξη ως αρχή του διεθνούς δικαίου και ακόμη 

    περισσότερο  ως  κατευθυντήρια  αρχή  των  περισσοτέρων  διεθνών 

    κειμένων με περιβαλλοντική διάσταση. 

    Η  προώθηση  της  αρχής  της  αειφόρου  ανάπτυξης  στο  πεδίο  του 

    διεθνούς  περιβαλλοντικού  δικαίου  και  κυρίως  στην  περιβαλλοντική 

    διάσταση,  δηλαδή  όσον  αφορά  στη  διαχείριση  φυσικών  πόρων, 

    συναρτάται  άμεσα  με  την  εφαρμογή  τεσσάρων  βασικών  αρχών:  i)της 

    αρχής  τη  μη  πρόκλησης  σημαντικής  ζημίας  σε  ξένο  κράτος,  ii)  της  αρχής 

    της  δίκαιης  κατανομής  των  κοινών  φυσικών  πόρων,  iii)  της  αρχής  της 

    προφύλαξης  (άρθρο  15  της  Διακήρυξης  του  Ρίο)  και  iv)  της  αρχής  ο 

    ρυπαίνων πληρώνει. 

    Στο κεφάλαιο 18 της Agenda 21 του Ρίο (1992) αναφέρεται η προστασία 

    της ποιότητας και  της παροχής των γλυκών νερών καθώς και η ανάγκη 

    υιοθέτησης  ολοκληρωμένων  προσεγγίσεων  της  ανάπτυξης,  διαχείρισης 

    και χρήσης των υδατικών πόρων. 

    Επίσης,  στην  εν  λόγω συνδιάσκεψη,  ο  οργανισμός Ηνωμένων Εθνών 

    προτείνει να συμπεριληφθεί και ο σχεδιασμός των υδατικών πόρων στην 

    Εθνική Οικονομία και τους χρηματοοικονομικούς μηχανισμούς. Τέλος, τις 

    προτάσεις  και  τις  δεσμεύσεις  της  διάσκεψης  του  Ρίο  υιοθετεί  και  η 

    Ευρωπαϊκή  Ένωση,  η  οποία  προτρέπει  και  τα  κράτη  μέλη  να  τις 

    υιοθετήσουν.  

    Έντεκα  χρόνια  μετά  η  διεθνής  κοινότητα  επαναβεβαίωσε  στο  3ο 

    Παγκόσμιο Φόρουμ για τα νερά, που έλαβε χώρα στο Κιότο της Ιαπωνίας 

    στις 22 και 23 Μαρτίου 2003, την τεράστια σημασία που έχει η ορθολογική 

  • 12

    προστασία  και  διαχείριση  των  υδάτινων  πόρων  για  την  προώθηση  της 

    βιώσιμης ανάπτυξης και για την υλοποίηση των διεθνώς συμφωνημένων 

    αναπτυξιακών  στόχων  της  χιλιετίας.  Αναγνωρίστηκε,  συνεπώς,  ότι  τα 

    θέματα  του  νερού  θα  πρέπει  να  συνιστούν  κεντρική  προτεραιότητα  σε 

    παγκόσμιο, περιφερειακό, εθνικό και τοπικό επίπεδο.  

    Στο πλαίσιο  της Υπουργικής διακήρυξης, που υιοθετήθηκε στο Κιότο 

    υπογραμμίζεται  καταρχήν  η  αναγκαιότητα  λήψης  μέτρων  για  την 

    ολοκληρωμένη  διαχείριση  των  υδάτων  και  τη  λήψη  μέτρων  για  την 

    πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται επίσης 

    και  στα  θέματα  της  αποτελεσματικής  διακυβέρνησης,  της  ανάπτυξης 

    ικανοτήτων,  της  αλλαγής  των  μη  αειφόρων  προτύπων  παραγωγής  και 

    κατανάλωσης.  Τέλος,  υπογραμμίσθηκε  η  ανάγκη  θέσπισης 

    συγκεκριμένων εθνικών στόχων και χρονοδιαγραμμάτων, καθώς και της 

    εφαρμογής  της  αρχής  ανάκτησης  του  κόστους  στο  βαθμό  που  δεν 

    εμποδίζεται η πρόσβαση του φτωχότερου πληθυσμού σε ασφαλές πόσιμο 

    νερό. 

     

     

    ΙΙΙ. Οι διεθνείς Συμβάσεις για τη διαχείριση των υδατικών πόρων. 

     

    Τα  νέα  αυτά  δεδομένα  στο  χώρο  του  διεθνούς  περιβαλλοντικού  δικαίου 

    έχουν επηρεάσει σημαντικά και το κανονιστικό περιεχόμενο των δύο πιο 

    σημαντικών Διεθνών Συμβάσεων για τη διαχείριση των υδάτινων πόρων, 

    οι  οποίες  αποτελούν  σε  σημαντικό  βαθμό  κωδικοποίηση  των  ισχυόντων 

    κανόνων του συμβατικού και εθιμικού δικαίου. Πρόκειται για τη Σύμβαση 

    της Οικονομικής Επιτροπής για την Ευρώπη για την προστασία και χρήση 

    των διασυνοριακών υδάτων και των διεθνών λιμνών και τη Σύμβαση των 

    Ηνωμένων  Εθνών  για  τις  μη  ναυσιπλοϊκές  χρήσεις  των  διεθνών 

    υδατορευμάτων.  

  • 13

    Το  κοινό  βασικό  χαρακτηριστικό  των  δύο  αυτών  Διεθνών  Συνθηκών 

    είναι ότι το κανονιστικό τους περιεχόμενο διέπεται σε μεγάλο βαθμό από 

    την υιοθέτηση του μοντέλου της ολοκληρωμένης διαχείρισης των υδάτινων 

    πόρων ως το κατάλληλο μοντέλο διαχείρισης. Επίσης και οι δύο συνθήκες 

    αποτελούν σε σημαντικό βαθμό τις καθοριστικές διεθνείς επιρροές για τη 

    θέσπιση της οδηγίας‐πλαίσιο σε επίπεδο ευρωπαϊκό.  

    Ειδικότερα,  υιοθετείται  καταρχήν  και  στις  δύο  Συμβάσεις  το  επίπεδο 

    της  λεκάνης  απορροής  ως  το  κατάλληλο  επίπεδο  διαχείρισης  (άρθρο  1 

    παρ.  1  της  Σύμβασης  της  Οικονομικής  Επιτροπής  για  την  Ευρώπη  και 

    άρθρα  2  και  20  της  Σύμβασης  των  Ηνωμένων  Εθνών).  Περαιτέρω  η 

    υιοθέτηση του μοντέλου της ολοκληρωμένης διαχείρισης συνάγεται  από 

    τις  διατάξεις  των Συνθηκών, που ρυθμίζουν θέματα, που αφορούν στην 

    ποιοτική  και  στην  ποσοτική  διάσταση  της  διαχείρισης  των  υδάτινων 

    πόρων,  αλλά  και  στην  προστασία  των  υδάτινων  οικοσυστημάτων  στο 

    πλαίσιο  μιας  οικοσυστημικής  προσέγγισης  (άρθρα  2  παρ.  2  και  άρθρο  3 

    παρ.  1  της  Σύμβασης  της  Οικονομικής  Επιτροπής  για  τα  διασυνοριακά 

    ύδατα και άρθρα 20 και 25 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τις μη 

    ναυσιπλοϊκές χρήσεις).  Τέλος,  θα πρέπει  να  επισημανθεί  ότι η σύμβαση 

    της  Οικονομικής  Επιτροπής  για  τα  διασυνοριακά  ύδατα  προβλέπει  στο 

    άρθρο  2  παρ.  4  τη  λήψη  μέτρων  για  την  αποφυγή  της  μετατόπισης  της 

    ρύπανσης από το ένα περιβαλλοντικό αγαθό (π.χ. νερό) στο άλλο (αέρας), 

    αποτελώντας  προπομπό  του  μοντέλου  της  ολοκληρωμένης  προστασίας 

    του  περιβάλλοντος,  που  υιοθετήθηκε  στην  οδηγία  96/61  για  τον 

    ολοκληρωμένο  έλεγχο  και  πρόληψη  της  ρύπανσης  και  στην  οδηγία‐

    πλαίσιο για τους υδατικούς πόρους.   

     

        

     

  • 14

    Γ.  ΤΟ  ΘΕΣΜΙΚΟ  ΠΛΑΙΣΙΟ  ΤΗΣ  ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ  ΔΡΑΣΗΣ  ΓΙΑ  ΤΗΝ 

    ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ  ΤΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ. 

     

     

    Ι.  Tο  κοινοτικό  δίκαιο  των  υδατικών  πόρων  πριν  από  την  οδηγία‐

    πλαίσιο 2000/60. 

     

    Οι σχετικές με την προστασία και διαχείριση των υδατικών πόρων οδηγίες 

    αρχίζουν να θεσπίζονται ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, όπως 

    και για τα περισσότερα από τα λοιπά θέματα περιβαλλοντικής πολιτικής. 

    Με βάση το χρονικό σημείο θέσπισης τους, οι οδηγίες κατατάσσονται σε 

    δύο «κύματα» νομοθεσίας1. 

    Ειδικότερα, το πρώτο «κύμα» αποτελείται από ένα νομοθετικό πλέγμα  

    ποιοτικών  στόχων  και  περιλαμβάνει  την  Οδηγία  για  τα  επιφανειακά 

    νερά,  την  Οδηγία  για  τα  νερά  κολύμβησης,  την  Οδηγία  για  τα  νερά 

    αλιείας, για τα οστρακοειδή και την Οδηγία για το πόσιμο νερό. Τα κύρια 

    μέτρα  ελέγχου  εκπομπής  τίθενται  από  την  Οδηγία  για  τις  επικίνδυνες 

    ουσίες και την Οδηγία για τα υπόγεια νερά. Τέλος, ένα πλέγμα Οδηγιών 

    που σχετίζονται με την Οδηγία για τις επικίνδυνες ουσίες εκδόθηκε στις 

    αρχές της δεκαετίας του 1980.  

    Οι  ρυθμίσεις  της  πρώτης  αυτής  φάσης  αποσκοπούν  άλλοτε  στη 

    διασφάλιση  μιας  ελάχιστα  αποδεκτής  ποιότητας  ύδατος  για  διάφορες 

    χρήσεις,  όπως  η  οδηγία  για  τα  ύδατα  κολύμβησης2,  και  άλλοτε  στην 

    αποφυγή ή τον περιορισμό των εκπομπών συγκεκριμένων προϊόντων και 

    ουσιών στα ύδατα (ρυθμιστική προσέγγιση, που επιδιώκει τη μείωση ή και 

    1 Βλ.  Ευγ. Πρεβεδούρου, Κοινοτικό Δίκαιο Προστασίας Υδάτων, Περιβάλλον και Δίκαιο 1998,  σ.  276  επ.  και  Ε.  Αδαμαντίδου,  Η  Ευρωπαϊκή  Πολιτική  Προστασίας  των  Υδάτων, Νόμος και Φύση, τ. 3 (2000), σ. 422 επ. 2 Οδηγία 76/160/ΕΟΚ περί ποιότητας των υδάτων κολύμβησης, EEL 31/05.02.76, σ. 1‐7, η οποία αυτή τη στιγμή τροποποιείται με στόχο να ανταποκριθεί στα νέα δεδομένα. 

  • 15

    αποφυγή  των  εκπομπών  με  βάση  τις  πιο  σύγχρονες  αντιρρυπαντικές 

    τεχνολογίες.  

    Η πιο σημαντική οδηγία στην κατεύθυνση της μείωσης των εκπομπών 

    είναι  η  οδηγία  76/4643,  η  οποία  άλλωστε  αποτελεί  μέχρι  σήμερα  και  το 

    βασικότερο  τμήμα  του  ευρωπαϊκού  δικαίου  για  την  προστασία  των 

    υδατικών  πόρων.  Ο  πρωταρχικός  στόχος  της  οδηγίας  αυτής  συνίσταται 

    στην  εξάλειψη  της  ρύπανσης  των  υδάτων  από  ορισμένες  ιδιαίτερα 

    επικίνδυνες  ουσίες,  οι  οποίες  απαριθμούνται  αποκλειστικά  στον 

    κατάλογο 1 του παραρτήματος της οδηγίας και στη μείωση της ρύπανσης 

    από  ορισμένες  άλλες  επικίνδυνες  ουσίες,  που  καταγράφονται  στον 

    κατάλογο 2 του ίδιου παραρτήματος.  

    Η παραπάνω νομοθεσία αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης και 

    αναθεώρησης της υπουργικής συνόδου το 1988 στην Φρανκφούρτη. Η εν 

    λόγω σύνοδος εντόπισε κάποια σημεία που θα μπορούσαν να βελτιωθούν 

    καθώς και κάποια κενά που θα μπορούσαν να καλυφθούν. Η διαδικασία 

    αυτή  κατέληξε  στο  δεύτερο  «κύμα»  νομοθεσίας  για  το  νερό  που 

    περιλαμβάνει την ψήφιση των παρακάτω οδηγιών: i) της οδηγίας 91/271, η 

    οποία  θεσπίζει  συγκεκριμένες  υποχρεώσεις  για  τα  κράτη‐μέλη  όσον 

    αφορά  τη  συλλογή,  επεξεργασία  και  απόρριψη  αστικών  λυμάτων  και 

    λυμάτων από ορισμένους βιομηχανικούς κλάδους4, ii) της οδηγίας 98/83, η 

    οποία θεσπίζει συγκεκριμένες αυστηρές προϋποθέσεις για  την ποιότητα 

    του  νερού,  που  προορίζεται  για  ανθρώπινη  κατανάλωση5,  και  iii)  της 

    οδηγίας  91/676,  με  την  οποία  επιδιώκεται  η  μείωση  της  ρύπανσης  των 

    υδατικών  πόρων  από  τα  νιτρικά  ιόντα  γεωργικής  προέλευσης6.Ως 

    περαιτέρω  συμπλήρωμα  της  συνόδου  στη  Φρανκφούρτη,  η  Επιτροπή 

    3 Οδηγία 76/464/ΕΟΚ για τη ρύπανση από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες, που εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον της κοινότητας, ABL:EG Nr. L 129. 4 Οδηγία 91/271/ΕΟΚ, EEL 135/30.05.91, σ. 40‐52. 5 Οδηγία 98/83/ΕΚ, EEL 330/05.12.98, σ. 32‐54. 6 Οδηγία 91/676ΕΟΚ, ΕΕL 375/31.12.1991, σ. 1 επ. 

  • 16

    παρουσίασε  το  1994  πρόταση Οδηγίας για  την  οικολογική ποιότητα  των 

    νερών.  

    Οι  οδηγίες  της  δεύτερης  αυτής  φάσης  του  ευρωπαϊκού  δικαίου 

    προστασίας  των  υδατικών  πόρων  είναι  πιο  εξειδικευμένες  και 

    διακρίνονται  από  την  προσπάθεια  καθορισμού  των  μέγιστων  ορίων 

    ανεκτής  ρύπανσης  των  υδατικών  πόρων,  αλλά  και  από  τη  θέσπιση 

    αυστηρών  οριακών  τιμών  εκπομπής  για  συγκεκριμένες  ουσίες  και 

    συγκεκριμένων  τεχνικών  προδιαγραφών  με  βάση  τις  πιο  σύγχρονες 

    αντιρρυπαντικές τεχνολογίες.        

    Η σύντομη αυτή παρουσίαση των βασικών ρυθμίσεων στις δύο φάσεις 

    ανάπτυξης του κοινοτικού δικαίου για την προστασία και διαχείριση των 

    υδάτων  είναι  αρκετή  για  να  καταδείξει  την  έλλειψη  συστηματικής 

    συνοχής μεταξύ των επιμέρους ρυθμίσεων. Όπως ορθά έχει επισημανθεί 

    από  τον  κορυφαίο  γερμανό  δημοσιολόγο  Prof.Dr.R.Breuer,  το  ευρωπαϊκό 

    δίκαιο  προστασίας  των  υδατικών  πόρων  αποτελεί  ένα  «μωσαϊκό» 

    ρυθμίσεων,  που  διακρίνονται  για  τον  αποσπασματικό  χαρακτήρα  τους, 

    την  ύπαρξη  ορισμένων  ενδογενών  αντιφάσεων  και  την  έλλειψη  μιας 

    συστηματικής αφετηρίας.  

    Προέκυψε, συνεπώς, η ανάγκη υιοθέτησης μιας συνθετικής, σφαιρικής 

    και  ολοκληρωμένης  προσέγγισης  του  θέματος  της  προστασίας  και 

    διαχείρισης  των  υδάτινων  πόρων  και  οικοσυστημάτων που  εντάσσονται 

    στα  χωρικά  όρια  της  Ευρωπαϊκής  Ένωσης.  H  προσέγγιση  αυτή 

    επιτεύχθηκε  με  την ψήφιση  της  νέας  οδηγίας‐πλαίσιο  για  το  νερό7,  που 

    διέπεται από τις αρχές της διατηρησιμότητας και της αειφορίας. Με την εν 

    λόγω  οδηγία,  όπως  θα  δούμε  αμέσως  μετά,  επιβεβαιώνεται  ο 

    πρωτοποριακός  ρόλος  της  Ευρωπαϊκής  Ένωσης  στο  παγκόσμιο  σκηνικό 

    στα θέματα της προστασίας του περιβάλλοντος, καθώς δεν υιοθετεί απλά  7  Οδηγία  2000/60/ΕΚ  για  τη  θέσπιση  πλαισίου  κοινοτικής  δράσης  στον  τομέα  της πολιτικής των υδάτων, ΕΕ L 327/22.12.00, σ. 1‐74. 

  • 17

    και  μόνο  μέτρα  για  να  ανταποκριθεί  στις  ανάγκες  της  κατανάλωσης, 

    αλλά επιδιώκει να προστατεύσει και να διατηρήσει τους υδάτινους πόρους 

    σε πολύ καλύτερη κατάσταση από ότι είναι σήμερα.  

     

     

    ΙΙ. Η Οδηγία 2000/60/ΕΚ για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης 

    στον τομέα της πολιτικής των υδάτων. 

     

     

    i. Εισαγωγικά. 

     

    Τον  Φεβρουάριο  του  1997  η  Ευρωπαϊκή  Επιτροπή  εξέδωσε  την  πρόταση 

    της  για:  «Μία  οδηγία  που  θα  εδραίωνε  ένα  πλαίσιο  για  τη  συλλογική 

    δραστηριοποίηση  στο  χώρο  των  πολιτικών    για  το  νερό»,  αυτό  που 

    αργότερα ορίστηκε ως Οδηγία‐Πλαίσιο για το νερό. Στο αρχικό στάδιο της 

    διαμόρφωσης της Οδηγίας έγινε ο επαναπροσδιορισμός των στόχων των 

    προηγουμένων Οδηγιών, ενώ ένα χρόνο αργότερα, ορίστηκαν τα κριτήρια 

    «καλής ποιότητας», ορισμός ο οποίος αναφέρεται σε όλους του υδάτινους 

    πόρους  βάσει  της  Οδηγίας.  Έτσι,  δημιουργήθηκε  μία  σειρά  στόχων,  οι 

    σημαντικότεροι από τους οποίους παρατίθενται παρακάτω: 

    ‐Η διεύρυνση των στόχων της προστασίας του νερού τόσο σε επιφανειακά 

    όσο και σε υπόγεια ύδατα. 

    ‐Η  επίτευξη  ή  και  διατήρηση  της  «καλής  οικολογικής  ποιότητας»  όλων 

    των υδατικών οικοσυστημάτων σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. 

    ‐Ο  καθορισμός  των  λεκανών  απορροής  ποταμών,  ως  βασικών  χωρικών 

    διαχειριστικών ενοτήτων, υπερνικώντας διοικητικές δομές και σύνορα. 

    ‐Η  ολοκληρωμένη  προσέγγιση  για  τον  έλεγχο  των  ρύπων  με  την 

    ενσωμάτωση  τόσο  των  ορίων  –  τιμών  για  τα  ρυπαντικά φορτία  όσο  και 

    των ποιοτικών περιβαλλοντικών ορίων. 

  • 18

    ‐Η  αντικειμενική  κοστολόγηση  όλων  των  δραστηριοτήτων  που 

    περιλαμβάνουν τη χρήση του νερού. 

    ‐Η  στενότερη  συνεργασία  φορέων  και  πολιτών  για  την  επίτευξη  των 

    παραπάνω στόχων. 

    Κατά  τη  διαπραγμάτευση  των  θεμάτων  της  οδηγίας  υποβλήθηκε 

    πλήθος  ενστάσεων  από  διάφορες  κυβερνήσεις  κρατών  μελών,  με 

    αποτέλεσμα να υπάρξουν πολλές διαβουλεύσεις, ώστε να αντιμετωπιστεί 

    κάθε  διαφωνία  με  τον  καλύτερο  δυνατό  τρόπο.  Οι  ενστάσεις 

    αναφέρονταν στις ουσίες προτεραιότητας,  στα πολύ αυστηρά όρια,  στον 

    τρόπο  κοστολόγησης  των  υδατικών  πόρων  και  τέλος,  στο  χρονικό  όριο 

    επίτευξης των στόχων της οδηγίας. Μία από τις πιο σημαντικές ενστάσεις 

    αφορούσε  τη  Συνθήκη Παρίσι  –  Όσλο,  στην  οποία  γινόταν  αναφορά  σε 

    μηδενικές  εναποθέσεις  ρυπαντικών  ουσιών,  αλλά  δεν  ετίθεντο ποιοτικά 

    όρια. Η υποβολή των ενστάσεων οδήγησε σε τροποποιήσεις της Οδηγίας, 

    με βάση κοινωνικοοικονομικές και γεωγραφικές παραμέτρους. 

    Απαραίτητη  για  την  εφαρμογή  της  Οδηγίας  κρίθηκε  η  συνεργασία 

    πολλών  τεχνικών  και  επιστημονικών  παραγόντων,  οι  οποίοι  θα  έθεταν 

    τους  στόχους  και  τα  μέτρα  σε  κάθε  περίπτωση.  Για  το  λόγο  αυτό  έγινε 

    ταξινόμηση  των  αναγκών  ανάλογα  με  το  είδος  των  υδατικών  πόρων. 

    Έτσι,  τέθηκαν διαφορετικοί στόχοι για κάθε είδος υδατικού συστήματος. 

    Ειδικότερα,  για  τα  επιφανειακά  ύδατα  τέθηκε  ως  στόχος  η  καλή  χημική 

    και  οικολογική ποιότητα σε  δεδομένο  χρονικό  διάστημα,  για  τα  υπόγεια 

    ύδατα  η  καλή  χημική  και  οικολογική  ποιότητα  σε  δεδομένο  χρονικό 

    διάστημα  και  η  εξισορρόπηση  μεταξύ  άντλησης  και  επαναφόρτισης  και 

    τέλος  για  τις  προστατευόμενες  περιοχές,  η  διατήρηση  των  ιδιαίτερων 

    συνθηκών  της περιοχής σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα,  εκτός κι αν 

    προβλέπονται  διαφορετικές  ρυθμίσεις από  τη συνθήκη ή  τη  διοίκηση σε 

    εθνικό ή τοπικό επίπεδο. 

  • 19

    Ο προσδιορισμός  της  οικολογικής  ποιότητας  απαιτεί  την  αναγνώριση 

    της  παρούσας  οικολογικής  κατάστασης  των  φυσικών  υδατικών 

    συστημάτων  που  δεν  δέχονται  εισροές  από  ανθρώπινες  δραστηριότητες 

    και  της  σύγκρισής  τους  με  αυτά  που  επηρεάζονται  από  ανθρώπινες 

    δραστηριότητες. Η διαδικασία αυτή βοηθά στη θέσπιση καλύτερων ορίων 

    καθώς  και  στη  βελτίωση  του  τρόπου  ελέγχου  των  εισροών,  ώστε  να 

    αναβαθμιστεί η  ποιότητα του εκάστοτε αποδέκτη. 

    Η  βασική  δυσκολία  στην  εφαρμογή  όλων  των  παραπάνω  μέτρων 

    έγκειται στην ιδιαιτερότητα των νομικών και διοικητικών δομών της κάθε 

    χώρας. Συνεπώς, κάθε κράτος μέλος, αρχικά, έπρεπε να τροποποιήσει την 

    Οδηγία  στα  δικά  του  δεδομένα,  αλλά  ταυτόχρονα  η  τροποποίηση  αυτή 

    όφειλε  να  είναι  συμβατή  με  την  αρχική  Οδηγία.  Έτσι,  αποφασίστηκε  ο 

    κοινός  σταδιακός  σχεδιασμός  –  προετοιμασία  για  την  πλήρη  εφαρμογή 

    της Οδηγίας σε κάθε χώρα μέλος.  

    Το  πρώτο  βήμα  αυτής  της  διαδικασίας,  που  θεωρείται  ως  το 

    βασικότερο για την εφαρμογή της οδηγίας, συνίσταται στην αναγνώριση 

    των λεκανών απορροής των ποταμών και στην αναζήτηση του φορέα που 

    θα  αναλάβει  την  αναγνώριση.  Ορισμένα  κράτη  μέλη  είχαν  ήδη  αρχές 

    υπεύθυνες για τους ποταμούς ή περιβαλλοντικούς φορείς, που είχαν ήδη 

    ασχοληθεί με αυτήν την κατάταξη. Το επόμενο βήμα αποτελεί η ανάθεση 

    της  κάθε  λεκάνης  απορροής  σε  κάποιο  φορέα,  ο  οποίος  θα  είναι 

    υπεύθυνος  για  τον  συστηματικό  έλεγχο.  Οι  πληροφορίες  που  θα 

    προκύψουν θα βοηθήσουν στην αναγνώριση των στόχων.  

    Όσον  αφορά  τα  επιφανειακά  ύδατα  η  Οδηγία  ορίζει  ότι  κάθε  χώρα 

    μέλος  θα  πρέπει  να  θέσει  τους  στόχους,  με  βάση  τα  δεδομένα  που 

    προέκυψαν  από  την  προηγούμενη  διαδικασία  και  να  τους  υλοποιήσει 

    εντός 15  ετών. Η καλή ποιότητα θα εκτιμηθεί με κριτήρια σύνθεσης και 

    αφθονίας των βιολογικών πληθυσμών. Επιπλέον, ορίζεται ότι η εξέταση 

    των  υπόγειων  υδάτων  και  των  προστατευόμενων  περιοχών  πρέπει  να 

  • 20

    είναι  ποσοτική  παρά  ποιοτική.  Αφού  εξεταστούν  όλες  οι  λεκάνες 

    απορροής, εν συνεχεία τίθεται μία σειρά μέτρων που θα  λαμβάνει υπόψη 

    όλες  τις  υπάρχουσες  νομοθεσίες    που  αφορούν  την  προστασία  του 

    περιβάλλοντος,  έτσι  ώστε  να  αναβαθμιστεί  η  ποιότητα  του  υδάτινου 

    οικοσυστήματος. Κάθε προτεινόμενη ενέργεια πρέπει να γνωστοποιείται 

    επίσης  στους  κατοίκους  της  περιοχής.  Το  τελικό  πρόγραμμα  πρέπει  να 

    αποφασιστεί μέσα σε 4 χρόνια, η πρώτη αναθεώρηση θα γίνει μετά από 

    13 χρόνια και μετά, κάθε 6 χρόνια. 

    Για  την  ολοκλήρωση  της  εφαρμογής  της  οδηγίας  οι  αρμόδιοι  φορείς 

    πρέπει να ενεργοποιήσουν το σχέδιο και να είναι σε θέση να ελέγχουν και 

    να αξιολογούν την κατάσταση και την εφαρμογή του σχεδίου, αντίστοιχα. 

    Στο  στάδιο  της  ενεργοποίησης  πρέπει  να  διασφαλίζεται  η  τήρηση  όλων 

    των  νομοθεσιών.  Θα  πρέπει  επίσης  να  επιτευχθούν  οι  αρχικοί  στόχοι 

    θέτοντας ρυθμιστικά μέτρα σε εκροές ή περιορίζοντας επιβλαβείς για το 

    περιβάλλον  ενέργειες.  Το  επόμενο  βήμα  είναι  η  εφαρμογή  ενός 

    συστηματικού  σχεδίου  ελέγχου  για  τη  διασφάλιση  της  χημικής  και 

    βιολογικής ποιότητας, το οποίο θα βοηθήσει στην κατάταξη των υδάτων 

    ανάλογα  με  την  ποιότητά  τους.  Τέλος,  υπάρχει  η  υποχρέωση  της 

    καταγραφής των δεδομένων και παράδοσης αναφορών προς το κοινό και 

    προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. 

    Επομένως,  για  την  εφαρμογή  της  οδηγίας  τα  κράτη  μέλη  πρέπει  να 

    προσδιορίσουν όλες τις λεκάνες απορροής ποταμών, να ορίσουν αρμόδια 

    αρχή για  την διαχείρισή  τους και να  εκπονήσουν σχέδιο  διαχείρισης και 

    πρόγραμμα  μέτρων  για  κάθε  περιοχή  λεκάνης  απορροής  ποταμού.  Τα 

    μέτρα  που  προβλέπονται  στο  σχέδιο  διαχείρισης  αποσκοπούν  κυρίως 

    στην  επίτευξη  του  στόχου  της  καλής  οικολογικής  κατάστασης  των 

    υδάτων  και  της  ισορροπίας  μεταξύ  άντλησης  και  ανανέωσης.  Οι  στόχοι 

    αυτοί  θα πρέπει  να  επιτευχθούν  εντός  δεκαπέντε  ετών από  την  έναρξη 

    ισχύος της οδηγίας (2015).  

  • 21

     

     ii.  Σκοπός  και  πεδίο  εφαρμογής  της  οδηγίας  ‐  Οι  βασικοί  στόχοι  της 

    οδηγίας. 

     

    Σύμφωνα  με  την  οδηγία  2000/60  το  νερό  είναι  φυσικός  πόρος,  δηλαδή 

    οικολογικό αγαθό και όχι ένα εμπορικό προϊόν και αποτελεί κληρονομιά 

    που πρέπει να προστατεύεται. Για το λόγο αυτό η οδηγία‐πλαίσιο έχει σε 

    σχέση  με  τις  προηγούμενες  ρυθμίσεις  του  κοινοτικού  δικαίου  ένα 

    ιδιαίτερα ευρύ πεδίο εφαρμογής. Σύμφωνα με το άρθρο 1 της οδηγίας στις 

    προστατευτικές  της  ρυθμίσεις  εμπίπτουν  τα  επιφανειακά  ύδατα,  τα 

    μεταβατικά  και  τα  υπόγεια  ύδατα,  αλλά  και  τα  παράκτια  ύδατα8.  Η 

    θέσπιση  ενός  τέτοιου  ευρύτατου  πεδίου  εφαρμογής  καταδεικνύει  την 

    προσπάθεια  του  κοινοτικού  νομοθέτη  να  υπερβεί  τον  αποσπασματικό 

    χαρακτήρα  των  προηγούμενων  ρυθμίσεων  και  να  προχωρήσει  σε  μια 

    ολοκληρωμένη προσέγγιση του προβλήματος.     

    Όπως  προκύπτει  από  τους  αιτιολογικούς  λόγους  και  το  άρθρο  1  της 

    οδηγίας,  οι  βασικοί στόχοι  της  οδηγίας  είναι  οι  εξής: 1)  η  διατήρηση και 

    βελτίωση  των  υδάτινων  οικοσυστημάτων,  αλλά  και  η  αποτροπή  της 

    περαιτέρω  επιδείνωσης,  2)  η  εξάλειψη  των  επικίνδυνων  ουσιών 

    προτεραιότητας  και  η  μείωση  των  υπόλοιπων  επικίνδυνων  ουσιών,  3)  η 

    επίτευξη  συγκεντρώσεων  στο  θαλάσσιο  περιβάλλον,  οι  οποίες  για  τις 

    φυσικώς απαντώμενες ουσίες θα πρέπει να πλησιάζουν το φυσικό βασικό 

    επίπεδο,  4)  η  καλή  κατάσταση  των  υπόγειων  υδάτων  και  η  αναστροφή 

    κάθε  σημαντικής  συγκέντρωσης  ρύπων,  5)  ο  έλεγχος  άντλησης  των 

    υδάτων και η κατακράτηση,  εάν αυτό απαιτείται για  τη διασφάλιση  της 

    βιωσιμότητας  των  υδάτινων  οικοσυστημάτων  και,  6)  η  μείωση  των 

    δυσμενών συνεπειών από πλημμύρες και ξηρασίες.  8 Βλ. τους αντίστοιχους ορισμούς στο άρθρο 2 της οδηγίας (αριθμοί 6,7,8,9). 

  • 22

     

      

    iii. Η αρχή της αειφορίας ως βασική αρχή της οδηγίας. 

     

    Βασική αρχή που πρέπει να διέπει τη διαχείριση των υδάτων, σύμφωνα με 

    το  άρθρο  1β  της  οδηγίας,  είναι  η  αρχή  της  αειφορίας  που  επιβάλλει  τη 

    βιώσιμη  χρήση  του  νερού  με  στόχο  τη  μακροπρόθεσμη  προστασία  των 

    διαθέσιμων  υδατικών  πόρων.  Στην  ευρωπαϊκή  έννομη  τάξη  η  αρχή  της 

    αειφορίας  εκλαμβάνεται  ως  βασικό  περιεχόμενο  της  περιβαλλοντικής 

    συνιστώσας  της  αειφόρου  ανάπτυξης.  Η  θεσμική  της  κατοχύρωση  σε 

    επίπεδο πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου θα πρέπει συνεπώς να ανάγεται 

    στα  άρθρα  174  επ.  των  Ευρωπαϊκών  Συνθηκών,  που  θεσπίζουν  το 

    κανονιστικό πλαίσιο για την προστασία του περιβάλλοντος.  

    Η  αρχή  της  αειφορίας  έχει  ως  ειδικότερο  περιεχόμενο  τη  διαχείριση 

    των φυσικών πόρων κατά  τέτοιο  τρόπο,  έτσι ώστε να μην  εξαντλούνται 

    τα  όρια  αποδοχής  και  να  μην  υπερκεράζεται  η  φέρουσα  ικανότητα  των 

    οικοσυστημάτων  εξαιτίας  της  εισαγωγής  επικίνδυνων  ουσιών  και  της 

    κατανάλωσης  των  φυσικών  πόρων.  Με  βάση  την  αρχή  της  αειφορίας 

    έχουν  ήδη  από  τις  αρχές  της  δεκαετίας  του  ΄90  καθιερωθεί  ορισμένοι 

    κανόνες για τη διαχείριση των φυσικών πόρων. Οι πιο βασικοί από τους 

    κανόνες αυτούς είναι οι εξής: 1) Η διαρκής χρήση ενός φυσικού πόρου δεν 

    θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη από τη δυνατότητα ανανέωσης του ή από 

    την  αντικατάσταση  όλων  των  λειτουργιών  του.  2)  Η  απελευθέρωση 

    διαφόρων ουσιών στο περιβάλλον δεν θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη από 

    την ικανότητα εισδοχής του περιβάλλοντος. 3) Το μέτρο της διάρκειας των 

    ανθρώπινων επεμβάσεων στο περιβάλλον θα πρέπει να βρίσκεται σε μια 

    ισόρροπη σχέση με το χρόνο που απαιτείται για την επανασταθεροποίησή 

    του.  

  • 23

    Από  την  παρουσίαση  των  στόχων  της  οδηγίας  και  όπως  θα 

    διαπιστωθεί  και  παρακάτω  καθίσταται  σαφές  ότι  η  πραγμάτωση  της 

    αρχής  της  αειφορίας  όσον  αφορά  στη  διαχείριση  των  υδάτινων  πόρων 

    αποτελεί την κεντρική επιδίωξη της οδηγίας. 

     

     

    iv. Ο συνδυασμός ποιοτικής και ποσοτικής διάστασης για την προστασία 

    των υδατικών πόρων. 

     

    Οι  συντάκτες  της  οδηγίας,  έχοντας ως  αφετηρία  το  γεγονός  ότι  το  νερό 

    αποτελεί  βασική  προϋπόθεση  της  ανθρώπινης  διαβίωσης  και  ότι  η 

    ύδρευση  είναι  υπηρεσία  κοινής ωφέλειας9,  προσέδωσαν στην προστασία 

    του ύδατος μια ποσοτική και μια ποιοτική διάσταση. Αυτό σημαίνει ότι το 

    νερό  θα  πρέπει  καταρχήν  να  υπάρχει  σε  άφθονη  ποσότητα  για  την 

    ικανοποίηση  των αναγκών  του πληθυσμού10  και  επιπλέον  ,  ιδιαίτερα  το 

    πόσιμο  νερό,  να  έχει  καλή  ποιότητα.  Πρέπει,  όμως,  να  τονιστεί  ότι  ο 

    κοινοτικός  νομοθέτης  δίδει  προτεραιότητα  στην  ποιοτική  (διασφάλιση  της 

    καλής  ποιότητας)  έναντι  της  ποσοτικής  προσέγγισης11  και  επιτάσσει    η 

    αξιολόγηση  της  ποιότητας  του  ύδατος  να  γίνεται  στο  πλαίσιο  μιας 

    συνολικής  προσέγγισης,  με  την  έννοια  ότι  πρέπει  να  παρατηρείται  και 

    αξιολογείται η χημεία του ύδατος, η βιολογική του κατάσταση αλλά και η 

    σύνθεσή του, ενώ έως τώρα η αξιολόγηση περιοριζόταν στην κατάσταση 

    9   Αιτιολογικός λόγος 15 της οδηγίας‐πλαίσιο. 10  Η  διαθεσιμότητα  του  ύδατος,  εξαιτίας  του  χαρακτήρα  του  ως  αναγκαίου  για  τη διαβίωση αγαθού, αποτελεί μια βασική παράμετρο, η οποία διέπει όχι μόνο την οδηγία‐πλαίσιο,  αλλά  και  πολλά  άλλα  συναφή  νομοθετήματα.  Χαρακτηριστικό  παράδειγμα αποτελεί  η Διακήρυξη  της Διεθνούς Διάσκεψης  της Βόννης για  τα  επιφανειακά γλυκά ύδατα, αλλά και η Υπουργική Διακήρυξη του 3ου Παγκόσμιου Φόρουμ για τα νερά, που έγινε στο Κιότο  (16‐23/03/2003). Βλ. Ministerial Declaration of  the  International Conference on Freshwater, Bonn 4‐12‐2001, σ. 1. Ministerial Declaration of 3rd World Water Forum, Kioto 23‐03‐2003, σ. 2.  11 Βλ. αιτιολογικούς λόγους και άρθρο 1 της οδηγίας. 

  • 24

    του  νερού  μόνο  σε  σχέση  με  την  εισροή  χημικών  ουσιών.  Συνεπώς,  η 

    οδηγία  ακολουθεί  μια  ολοκληρωμένη  και  συνδυαστική  προσέγγιση,  καθώς 

    συνδέει την επιδίωξη της διατήρησης της καλής ποιότητας του νερού με τη 

    διαθεσιμότητα  του  νερού,  η  οποία  προσδιορίζεται  από  ποσοτικά  και 

    διαχειριστικά κριτήρια.  

     

     

    v. Οι περιοχές λεκάνης απορροής ποταμού ως διοικητικό πλαίσιο για τη 

    διαχείριση των υδάτινων πόρων. 

     

    Σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας τα κράτη μέλη οφείλουν να ορίσουν 

    τα υδατικά διαμερίσματα στο πλαίσιο της επικράτειάς τους, με βάση τις 

    επιμέρους  λεκάνες  απορροής  ποταμού,  οι  οποίες  αποτελούν  τη  βασική 

    μονάδα για τη διαχείριση των υδάτινων πόρων. Στο σημείο αυτό πρέπει να 

    τονιστεί  ότι  η  υιοθέτηση  της  διάταξης  αυτής  του  άρθρου  3  της  οδηγίας 

    δικαιώνει  την  προγενέστερη  νομολογία  του  ελληνικού  Συμβουλίου  της 

    Επικρατείας,  η  οποία  τουλάχιστον από  το  1998  όριζε  ότι  η  διαχείριση  των 

    υδάτων πρέπει να γίνεται σε επίπεδο λεκάνης απορροής.  

    Με  βάση  την  ορολογία  της  οδηγίας  τα  υδατικά  διαμερίσματα 

    αποκαλούνται  ως  περιοχές  λεκάνης  απορροής  ποταμού12.  Ως  λεκάνη 

    απορροής  ποταμού  ορίζεται  η  εδαφική  έκταση  από  την  οποία 

    συγκεντρώνεται  το  σύνολο  της  απορροής  μέσω  διαδοχικών  ρευμάτων, 

    ποταμών και πιθανώς λιμνών και παροχετεύεται στη θάλασσα με ενιαίο 

    στόμιο ποταμού, εκβολές ή δέλτα13.  

    Στην  περίπτωση,  κατά  την  οποία  μια  λεκάνη  απορροής  ποταμού 

    εμπίπτει  και στην  εδαφική περιοχή  ενός άλλου κράτους‐μέλους,  δηλαδή 

    καλύπτει  το  έδαφος  περισσότερων  χωρών,  είναι  απαραίτητη  η 

    12 Βλ. άρθρο 2 αρ. 15. 13 Βλ. άρθρο 2 αρ. 13 της οδηγίας. 

  • 25

    «δημιουργία»  μιας  διεθνούς  λεκάνης  απορροής  ποταμού  με  στόχο  την 

    αποτελεσματική διαχείριση των διασυνοριακών υδάτων. Σύμφωνα με την 

    οδηγία‐πλαίσιο,  συνεπώς,  οι  περιοχές  λεκάνης  απορροής  ποταμού 

    αποτελούν  τη  βασική  μονάδα  για  τη  διαχείριση  των  υδατικών  πόρων, 

    κατά πρώτο λόγο σε εθνικό επίπεδο και κατά δεύτερο λόγο σε διακρατικό 

    επίπεδο, όσον αφορά στα διασυνοριακά ύδατα. 

    Κατά  συνέπεια,  τα  κράτη‐μέλη  θα  πρέπει  να  διασφαλίσουν  την 

    εφαρμογή των κανόνων της οδηγίας σε κάθε περιοχή λεκάνης απορροής 

    ποταμού, θεσπίζοντας τις κατάλληλες διοικητικές ρυθμίσεις, μεταξύ των 

    οποίων συμπεριλαμβάνεται και ο προσδιορισμός της αρμόδιας αρχής για 

    τη  διαχείριση  των  υδάτων14  και  η  γνωστοποίηση αυτής  στην Ευρωπαϊκή 

    Επιτροπή.  Ειδικότερα,  η  οδηγία  προσδιορίζει  τις  διοικητικές  δομές  όσον 

    αφορά τη δημιουργία Υπεύθυνων Αρχών,  οι  οποίες  έχουν ως σκοπό την 

    εφαρμογή  της.  Οι  αρχές  αυτές  είναι  υπεύθυνες  για  την  εφαρμογή  της 

    Οδηγίας  σε  κάθε  λεκάνη  απορροής  ποταμού.  Με  την  πρόβλεψη  αυτή  η 

    Οδηγία αποβλέπει στην ενοποίηση της διαχείρισης των υδατικών πόρων 

    μέσα από τη δημιουργία Υπεύθυνων Αρχών, οι οποίες θα μπορούσαν να 

    εφαρμόσουν  τις  διατάξεις  της  αποκεντρωτικά  μέσω  Περιφερειών 

    Λεκανών Απορροής Ποταμών και θα μπορούσαν να ενεργοποιήσουν τις 

    διαδικασίες για τη συμμετοχή του κοινού και όλων όσων έχουν συμφέρον 

    για την εφαρμογή της. 

    Το μοντέλο  της  διαχείρισης  των υδάτων,  που  έχει ως βασική μονάδα 

    την περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού,  έχει  τύχει  σε  γενικές  γραμμές 

    ευρείας  αποδοχής15,  επιβεβαιώνοντας  μάλιστα  σε  σημαντικό  βαθμό  τη 

    διαλεκτική  σχέση  που  υπάρχει  μεταξύ  των  κανόνων  του  διεθνούς 

    περιβαλλοντικού  δικαίου  και  των  κανόνων  του  ευρωπαϊκού  δικαίου.  Τη 

    14 Βλ. άρθρο 3 παρ. 2 και 3 της οδηγίας. 15   Βλ. την αντίστοιχη θεμελίωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ABIEG. 1996, No C 347, σ. 80 (83). Απόφαση της γερμανικής Ανω Βουλής για την πρόταση της Kommission, BR‐Drs, 319/97, σ. 3. Θεμελίωση της Kommission για την οδηγία‐πλαίσιο, COM (97) 49, σ. 19. 

  • 26

    διαχείριση  σε  επίπεδο  λεκάνης  απορροής  ποταμού  ως  το  κατάλ